Anonymous

ῥάκος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥάκος:''' [ᾰ], -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> κουρελιασμένο [[ένδυμα]], [[κουρέλι]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., <i>ῥάκεα</i>, Αττ. <i>ῥάκη</i>, κουρέλια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[λωρίδα]], [[ταινία]] υφάσματος, [[πανί]], σε Ηρόδ.· [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]] σάρκας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., ζάρες, [[ρυτίδες]] προσώπου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[κουρέλι]], [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], [[υπόλοιπο]], σε Ανώνυμ. παρ' Αριστ.· λέγεται, επίσης, για γέρο [[ναυτικό]], ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ῥάκος:''' [ᾰ], -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> κουρελιασμένο [[ένδυμα]], [[κουρέλι]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., <i>ῥάκεα</i>, Αττ. <i>ῥάκη</i>, κουρέλια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[λωρίδα]], [[ταινία]] υφάσματος, [[πανί]], σε Ηρόδ.· [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]] σάρκας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., ζάρες, [[ρυτίδες]] προσώπου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[κουρέλι]], [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], [[υπόλοιπο]], σε Ανώνυμ. παρ' Αριστ.· λέγεται, επίσης, για γέρο [[ναυτικό]], ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥάκος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. лохмотья, тряпье, лоскутья Hom., Soph., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. складки, морщины (τὰ ῥάκη τοῦ προσώπου Arph.);<br /><b class="num">3)</b> перен. обрывок, обломок Luc.: ἁλίοιο βίου ῥ. Anth. обломок мореходной жизни, т. е. старый моряк.
}}
}}