3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.). | |||
}} | }} |