Anonymous

ῥαίω: Difference between revisions

From LSJ
553 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαίω:''' ποιητ. γʹ ενικ. υποτ. [[ῥαίῃσι]], μέλ. <i>ῥαίσω</i>, Επικ. απαρ. [[ῥαισέμεναι]]· αόρ. αʹ <i>ἔρραισα</i>, υποτ. <i>ῥαίσῃ</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐρραίσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάω]], [[θρυμματίζω]], [[κομματιάζω]], [[θραύω]], [[συντρίβω]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ῥαιόμενος</i>, ο [[ναυαγός]], στο ίδ.· [[φάσγανον]] ἐρραίσθη, κομματιάστηκε, συντρίφτηκε, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]]· Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι, τσακίζομαι από τα παθήματά μου, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ῥαίω:''' ποιητ. γʹ ενικ. υποτ. [[ῥαίῃσι]], μέλ. <i>ῥαίσω</i>, Επικ. απαρ. [[ῥαισέμεναι]]· αόρ. αʹ <i>ἔρραισα</i>, υποτ. <i>ῥαίσῃ</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐρραίσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάω]], [[θρυμματίζω]], [[κομματιάζω]], [[θραύω]], [[συντρίβω]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ῥαιόμενος</i>, ο [[ναυαγός]], στο ίδ.· [[φάσγανον]] ἐρραίσθη, κομματιάστηκε, συντρίφτηκε, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]]· Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι, τσακίζομαι από τα παθήματά μου, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαίω:''' (эп. inf. [[ῥαισέμεναι]])<br /><b class="num">1)</b> разбивать, ломать, сокрушать ([[νῆα]] Hom.): [[φάσγανον]] ἐρραίσθη Hom. меч сломался;<br /><b class="num">2)</b> насылать кораблекрушение, топить (τινὰ ἐνὶ πόντῳ Hom.): ῥαιόμενος Hom. потерпевший кораблекрушение;<br /><b class="num">3)</b> перен. гнуть, покорять, угнетать Aesch., Soph.
}}
}}