Anonymous

σιτοποιός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοποιός:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]], [[αρτοποιός]]· σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]], το [[έργο]] της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το [[σιτάρι]] στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]], σε Ηρόδ.· <i>γυναῖκες σιτοποιοί</i>, στον ίδ., Θουκ.
|lsmtext='''σῑτοποιός:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]], [[αρτοποιός]]· σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]], το [[έργο]] της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το [[σιτάρι]] στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]], σε Ηρόδ.· <i>γυναῖκες σιτοποιοί</i>, στον ίδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοποιός:''' <b class="num">1)</b> касающийся приготовления хлеба или пищи: [[ἀνάγκη]] σ. Eur. необходимость готовить пищу;<br /><b class="num">2)</b> готовящий хлеб или пищу (γυναῖκες Her.).<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ хлебопек, пекарь, булочник Her., Thuc., Xen., Plat.
}}
}}