Anonymous

σπάνις: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπάνις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>, δοτ. <i>-ει</i>, Ιων. <i>-ι</i>· [[ανεπάρκεια]], [[σπανιότητα]], [[ένδεια]], [[έλλειψη]], [[στέρηση]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ [[σπάνις]] (<i>ἐστι</i>) = <i>οὐ σπάνιον</i>, δεν υπάρχει [[έλλειψη]], [[δυσκολία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σπάνις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>, δοτ. <i>-ει</i>, Ιων. <i>-ι</i>· [[ανεπάρκεια]], [[σπανιότητα]], [[ένδεια]], [[έλλειψη]], [[στέρηση]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ [[σπάνις]] (<i>ἐστι</i>) = <i>οὐ σπάνιον</i>, δεν υπάρχει [[έλλειψη]], [[δυσκολία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπάνις:''' εως (ᾰ) ἡ (ион. dat. σπάνι) редкость, недостаток, нехватка, скудость (ἀργυρίου Lys.; νομῆς Plat.; [[ἀνδρῶν]] Dem.): ἐν σπάν(ε)ι τινός Her., Dem. или τῇ τινος σπάνει Thuc. за недостатком или отсутствием чего-л.; σ. (τοῦ) βίου Soph., Eur. недостаток средств к жизни, нужда.
}}
}}