Anonymous

σκύλλω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκύλλω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσκῡλα</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκυλμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεσχίζω]], [[γδέρνω]], [[κατακρεουργώ]], [[κατασπαράζω]] — Παθ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[βάζω]] σε μπελά, [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[ενοχλώ]], Λατ. vexare, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. ή Μέσ., <i>μὴ σκύλλου</i>, μην ενοχλείσαι, στο ίδ.· <i>ἐσκυλμένοι</i>, δυσαρεστημένοι, αναστατωμένοι, ενοχλημένοι, στο ίδ.
|lsmtext='''σκύλλω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσκῡλα</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκυλμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεσχίζω]], [[γδέρνω]], [[κατακρεουργώ]], [[κατασπαράζω]] — Παθ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[βάζω]] σε μπελά, [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[ενοχλώ]], Λατ. vexare, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. ή Μέσ., <i>μὴ σκύλλου</i>, μην ενοχλείσαι, στο ίδ.· <i>ἐσκυλμένοι</i>, δυσαρεστημένοι, αναστατωμένοι, ενοχλημένοι, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύλλω:''' (aor. ἔσκυλα)<b class="num">1)</b> разрывать, растерзывать: σκύλλεσθαι πρὸς παίδων [[τᾶς]] ἀμιάντου Aesch. быть пожираемым детьми моря, т. е. морскими животными; ἔσκυλται [[κόμη]] Anth. волосы растрепаны;<br /><b class="num">2)</b> мучить, изнурять (τινά NT).
}}
}}