Anonymous

στομωτός: Difference between revisions

From LSJ
4
(38)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στομωτός:''' [adj. verb. к [[στομόω]] закаленный, крепкий Aesch.
}}
}}