3,274,408
edits
(6) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρεύγομαι:''' Παθ., πιέζομαι [[δυνατά]], συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ. | |lsmtext='''στρεύγομαι:''' Παθ., πιέζομαι [[δυνατά]], συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρεύγομαι:''' мучиться, томиться, страдать (ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom.). | |||
}} | }} |