Anonymous

σπόδιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, και [[σπόδειος]], -ον, Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σποδού, της στάχτης, [[τεφρός]], [[σταχτής]] (α. «[[σπόδιον]] [[χρῶμα]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[βωμός]] ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], <b>Παυσ.</b>).
|mltxt=-ία, -ον, και [[σπόδειος]], -ον, Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σποδού, της στάχτης, [[τεφρός]], [[σταχτής]] (α. «[[σπόδιον]] [[χρῶμα]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[βωμός]] ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], <b>Παυσ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σπόδιος:''' Arst. = [[σποδοειδής]].
}}
}}