Anonymous

συνέχω: Difference between revisions

From LSJ
2,726 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[συνέσχον]] — Μέσ., μέλ. με Παθ. [[σημασία]] -[[σχήσομαι]], σε Δημ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]] μαζί, [[συγκρατώ]], [[συσφίγγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], [[περιέχω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] μαζί κάποιους ενωμένους, [[εμποδίζω]] τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· [[συνεπώς]], [[συνέχω]] [[πάλιν]], [[συγκρατώ]] την πόλη ενωμένη, [[εμποδίζω]] τη [[διάσπαση]] και την [[καταστροφή]] της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξυνέχει, σε Πλάτ.· [[συνέχω]] τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, [[ξυνέχω]] τὴν εἰρεσίαν, [[κρατώ]] ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[βία]] σε κάποιον για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[καταπιέζω]], στο ίδ. — Παθ., [[υφίσταμαι]] καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[συνέρχομαι]], συνενώνομαι, <i>εἰς ἕν</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''συνέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[συνέσχον]] — Μέσ., μέλ. με Παθ. [[σημασία]] -[[σχήσομαι]], σε Δημ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]] μαζί, [[συγκρατώ]], [[συσφίγγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], [[περιέχω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] μαζί κάποιους ενωμένους, [[εμποδίζω]] τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· [[συνεπώς]], [[συνέχω]] [[πάλιν]], [[συγκρατώ]] την πόλη ενωμένη, [[εμποδίζω]] τη [[διάσπαση]] και την [[καταστροφή]] της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξυνέχει, σε Πλάτ.· [[συνέχω]] τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, [[ξυνέχω]] τὴν εἰρεσίαν, [[κρατώ]] ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[βία]] σε κάποιον για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[καταπιέζω]], στο ίδ. — Παθ., [[υφίσταμαι]] καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[συνέρχομαι]], συνενώνομαι, <i>εἰς ἕν</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέχω:''' (fut. συνέξω, aor. 2 [[συνέσχον]]; pass.: fut. συσχεθήσομαι и συνέξομαι, aor. συνεσχέθην, aor. 2 συνεσχόμην)<br /><b class="num">1)</b> держать вместе, сдерживать, скреплять (θώρηκα Hom.; τὰ [[ὀστᾶ]] Plat.): [[Ἄτλας]] ἅπαντα συνέχων Plat. Атлант, удерживающий (на себе) вселенную; ἐν φρέατι συσχόμενος Plat. попавший в колодец, т. е. в безвыходное положение; δουληΐῃ συνέχεσθαι Her. находиться в рабстве;<br /><b class="num">2)</b> соединять, объединять, связывать (τὰ πολιτεύματα εἰς ἕν Plat.): μετ᾽ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Plat. держаться взаимной связью; сдвигать, смыкать (τοὺς δακτύλους Arph.; τὰς [[ὀφρῦς]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> задерживать (τὸ [[πνεῦμα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> удерживать от распада, т. е. охранять, защищать (δώματα Eur.; τὸν [[ὅλον]] κόσμον Xen.): ξ. τὴν εἰρεσίαν Thuc. поддерживать дисциплину среди гребцов;<br /><b class="num">5)</b> занимать: σ. ἑαυτὸν ἐπί или ἔν τινι Plut. предаваться чему-л.;<br /><b class="num">6)</b> теснить: αἰχμῇσι συνέχεσθαι Her. теснить друг друга, т. е. сражаться врукопашную копьями; συνέχεσθαί τινι Her., Plat. страдать от кого(чего)-л.; τῇ δίψῃ ξυνεχόμενος Thuc. томимый жаждой; τῷ λιμῷ συνεχόμενος Plut. мучимый голодом; γέλωτι συσχεθείς Diog. L. давясь от смеха; ὀνείρασιν ξυνέχεσθαι Aesch. быть во власти сновидений;<br /><b class="num">7)</b> содержать, включать в себя, охватывать (πάσας τὰς αἰσθήσεις Plat.): σ. [[πᾶν]] [[σάκος]] Hes. окружать (окаймлять) весь щит;<br /><b class="num">8)</b> зажимать, затыкать (τὰ [[ὦτα]] NT);<br /><b class="num">9)</b> соединяться, встречаться: [[ἵνα]] ξυνέχουσι τένοντες Hom. там, где сходятся сухожилья; σ. εἰς ἕν Arst. срастаться, сливаться воедино.
}}
}}