Anonymous

τεκμήριον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκμήριον:''' τό ([[τεκμαίρομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τέκμαρ]] II, βέβαιο [[σημάδι]] ή [[απόδειξη]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> θετική [[απόδειξη]] ([[κυρίως]] λέγεται για συλλογισμό), σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[τεκμήριον]] δέ, ως ανεξάρτητη [[πρόταση]], η [[απόδειξη]] [[αυτού]] είναι το [[εξής]] (αυτό που ακολουθεί), σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''τεκμήριον:''' τό ([[τεκμαίρομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τέκμαρ]] II, βέβαιο [[σημάδι]] ή [[απόδειξη]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> θετική [[απόδειξη]] ([[κυρίως]] λέγεται για συλλογισμό), σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[τεκμήριον]] δέ, ως ανεξάρτητη [[πρόταση]], η [[απόδειξη]] [[αυτού]] είναι το [[εξής]] (αυτό που ακολουθεί), σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκμήριον:''' τό (явный) признак, свидетельство, довод, доказательство (τ. τινος [[διδόναι]] Aesch., παρέχεσθαι Xen. или ἀποδεικνύναι Plat.): τ. δέ Thuc., Dem., Arst. доказательством же (этого является следующее).
}}
}}