Anonymous

τευτάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τευτάζω:''' μέλ. <i>τευτάσω</i>, παρακ. <i>τετεύτακα</i>· αντί [[ταὐτάζω]], λέω ή κάνω το ίδιο [[πράγμα]], [[τευτάζω]] [[περί]] τι, [[καταγίγνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''τευτάζω:''' μέλ. <i>τευτάσω</i>, παρακ. <i>τετεύτακα</i>· αντί [[ταὐτάζω]], λέω ή κάνω το ίδιο [[πράγμα]], [[τευτάζω]] [[περί]] τι, [[καταγίγνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τευτάζω:''' (тж. med. Luc.; pf. τετεύτακα) усердно заниматься: οἱ περὶ ἀριθμὸν τευτάζοντες Plat. усиленно занимающиеся наукой о числах.
}}
}}