3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑετός:''' [ῡ], ὁ (ὕω),<br /><b class="num">I.</b> [[βροχή]], Λατ. [[pluvius]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· [[ιδίως]], [[καταρρακτώδης]], [[διαρκής]], συνεχόμενη [[βροχή]], Λατ. [[nimbus]], σε αντίθ. προς το [[ὄμβρος]], Λατ. [[imber]], και [[ψεκάς]] ή [[ψακάς]], [[ψιλόβροχο]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. σε υπερθ. <i>ἄνεμοι ὑετώτατοι</i>, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑετός:''' [ῡ], ὁ (ὕω),<br /><b class="num">I.</b> [[βροχή]], Λατ. [[pluvius]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· [[ιδίως]], [[καταρρακτώδης]], [[διαρκής]], συνεχόμενη [[βροχή]], Λατ. [[nimbus]], σε αντίθ. προς το [[ὄμβρος]], Λατ. [[imber]], και [[ψεκάς]] ή [[ψακάς]], [[ψιλόβροχο]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. σε υπερθ. <i>ἄνεμοι ὑετώτατοι</i>, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑετός:''' (только superl. [[ὑετώτατος]], v. l. ὑετιώτατος и ὑετωδέστατος) дождливый: ἄνεμοι ὑετώτατοι Her. ветры с сильнейшими ливнями.<br /><b class="num">I</b> (ῡ, но ῠ в gen. ὑετοῖο) ὁ [ὕω] проливной дождь, ливень Hom., Hes., Xen., Arst. | |||
}} | }} |