Anonymous

ὑδερικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδερικός:''' [[ὕδερος]] водяночный ([[ἀρρώστημα]] Plut.).
}}
}}