Anonymous

ὑφιζάνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφιζάνω:''' = <i>ὑφίξω</i>, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑφιζάνω:''' = <i>ὑφίξω</i>, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφιζάνω:''' приседать: ὑ. κύκλοις Eur. приседать, прикрываясь щитами.
}}
}}