Anonymous

φιάλη: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐάλη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> φαρδύ, πλατύ [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για [[βράσιμο]] υγρών, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται ως [[τεφροδόχη]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[αγγείο]], πλατύ [[σκεύος]] για [[πόση]] ή για [[χύσιμο]] χοών, Λατ. [[patera]], σε Ηρόδ., Αττ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''φῐάλη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> φαρδύ, πλατύ [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για [[βράσιμο]] υγρών, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται ως [[τεφροδόχη]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[αγγείο]], πλατύ [[σκεύος]] για [[πόση]] ή για [[χύσιμο]] χοών, Λατ. [[patera]], σε Ηρόδ., Αττ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''φιάλη:''' (ᾰ) ἡ<b class="num">1)</b> сосуд для варки (φ. [[ἀπύρωτος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сосуд для питья, чаша (Pind., Her., Eur., Arph., Xen.; πίνειν ἐκ φιάλης Plat.);<br /><b class="num">3)</b> ковш (φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος ἀρυτόμενοι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> погребальный сосуд (τὰ ὀστέα ἐν [[φιάλη]] [[θεῖναι]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> поэт. чашеобразный щит (φ. [[Ἄρεως]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> архит. чашеобразное углубление, щиток (αἱ ὀροφαὶ καὶ θύραι χρυσαῖς φιάλαις λιθοκόλλητοι Diod.).
}}
}}