Anonymous

ὕπνος: Difference between revisions

From LSJ
1,061 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύπνος, [[γαλήνιος]] ύπνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χάλκεος]] [[ὕπνος]], δηλ. ο ύπνος του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὕπνοςτινὰ ἐπέρχεται</i>, <i>ἐπορούει</i>, <i>ἱκάνει</i>, <i>αἱρεῖ</i>, <i>λαμβάνει</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]], σε Σοφ.· <i>ἐν ὕπνῳ</i>, στον ύπνο, σε Ευρ.· καθ' [[ὕπνον]], σε Σοφ.· περὶ πρῶτον [[ὕπνον]], γύρω, [[περίπου]] στον πρώτο ύπνο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[θεός]] Ύπνος, [[δίδυμος]] αδερφός του Θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὕπνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύπνος, [[γαλήνιος]] ύπνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χάλκεος]] [[ὕπνος]], δηλ. ο ύπνος του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὕπνοςτινὰ ἐπέρχεται</i>, <i>ἐπορούει</i>, <i>ἱκάνει</i>, <i>αἱρεῖ</i>, <i>λαμβάνει</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]], σε Σοφ.· <i>ἐν ὕπνῳ</i>, στον ύπνο, σε Ευρ.· καθ' [[ὕπνον]], σε Σοφ.· περὶ πρῶτον [[ὕπνον]], γύρω, [[περίπου]] στον πρώτο ύπνο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[θεός]] Ύπνος, [[δίδυμος]] αδερφός του Θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπνος:''' ὁ (в поэзии иногда ῠ)<br /><b class="num">1)</b> сон: [[ὕπνον]] [[λαβεῖν]] Plat., ὕπνου [[τυχεῖν]] Arph., (ἐν) ὕπνῳ πίπτειν Pind., Aesch., εἰς [[ὕπνον]] [[πεσεῖν]] Soph., ὕπνῳ νικᾶσθαι или κρατεῖσθαι Aesch. впасть в сон, заснуть; μικρὸν ὕπνου [[λαχεῖν]] Xen. немножко вздремнуть; ἐν ὕπνῳ, ἐν τοῖς ὕπνοις, καθ᾽ (κατὰ τὸν) [[ὕπνον]] Plat. во время сна, во сне; περὶ [[πρῶτον]] [[ὕπνον]] Thuc. лишь только заснули, в начале ночи; εἴρια ὕπνῳ μαλακώτερα Theocr. шерсть мягче сна; χάλκεον [[ὕπνον]] κοιμηθῆναι Hom. заснуть медным, т. е. непробудным сном;<br /><b class="num">2)</b> сонливость, сонное состояние (ὕ. καὶ [[λήθη]] Dem.).
}}
}}