Anonymous

φρέαρ: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρέαρ:''' επικ. [[φρεῖαρ]], τό, γεν. <i>φρέᾱτος</i>, Επικ. πληθ. <i>φρείᾰτα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγή]] νερού (διακρινόμενη από την [[κρήνη]], [[νερό]] πηγής), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δεξαμενή]], στέρνα, [[πηγάδι]], Λατ. [[puteus]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[σκεύος]] για [[λάδι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φρέαρ:''' επικ. [[φρεῖαρ]], τό, γεν. <i>φρέᾱτος</i>, Επικ. πληθ. <i>φρείᾰτα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγή]] νερού (διακρινόμενη από την [[κρήνη]], [[νερό]] πηγής), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δεξαμενή]], στέρνα, [[πηγάδι]], Λατ. [[puteus]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[σκεύος]] για [[λάδι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρέᾰρ:''' ᾰτος и ᾱτος, эп. [[φρεῖαρ]], ᾰτος τό<br /><b class="num">1)</b> колодец ([[κρῆναι]] καὶ φρείατα Hom.): ἐν φρέατι συνέχεσθαι Plat. попасть в колодец, т. е. оказаться в трудном положении; τὴν περὶ τὸ φ. ὄρχησιν ὀρχεῖσθαι Plut. плясать вокруг колодца, т. е. подвергать себя опасности;<br /><b class="num">2)</b> бассейн, цистерна (τὸ φ. ἐλαίου μεστόν Arph.).
}}
}}