Anonymous

φημί: Difference between revisions

From LSJ
2,704 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φημί:''' (√<i>ΦΑ</i>, πρβλ. [[φάω]]), [[φῄς]], [[φησί]], πληθ. <i>φᾰμέν</i>, <i>φᾰτέ</i>, <i>φᾱσί</i>, Δωρ. <i>φᾱμί</i>, <i>φᾱσί</i> ή <i>φᾱτί</i>, γʹ πληθ. [[φαντί]]· αόρ. βʹ [[ἔφην]], (Επικ. <i>φήν</i>), [[ἔφησθα]], [[σπανίως]] [[ἔφης]] (Επικ. <i>φῆσθα</i>, <i>φῆς</i>), <i>ἔφη</i> (Επικ. <i>φῆ</i>, Δωρ. <i>φᾶ</i>), γʹ πληθ. <i>ἔφᾰσαν</i> ή <i>ἔφᾰν</i>, Επικ. [[φάν]]· προστ. <i>φᾰθί</i>· υποτ. <i>φῶ</i>, [[φῇς]], <i>φῇ</i> (Επικ. <i>φῄσιν</i>, [[φήῃ]])· ευκτ. [[φαίην]],<br /><b class="num">I.</b> πληθ. <i>φαῖμεν</i>, γʹ πληθ. <i>φαῖεν</i>, <i>φαίησαν</i>· απαρ. [[φάναι]], ποιητ. <i>φάμεν</i>, μτχ. [[φάς]], <i>φᾶσα</i>, [[φάν]]· μέλ. <i>φήσω</i>, Δωρ. <i>φᾱσῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφησα</i>, Δωρ. γʹ ενικ. <i>φᾶσε</i>, ευκτ. <i>φήσειε</i>, μτχ. <i>φήσας</i> — Μέσ., αόρ. βʹ [[ἐφάμην]], <i>ἔφᾰτο</i> (Επικ. [[φάτο]]), <i>ἔφαντο</i> (Επικ. <i>φάντο</i>)· προστ. [[φάο]], [[φάσθω]], [[φάσθε]]· απαρ. [[φάσθαι]], μτχ. [[φάμενος]], μέλ. Δωρ. φάσομαι [ᾱ] — Παθ., γʹ ενικ. προστ. παρακ. <i>πεφάσθω</i>, μτχ. [[πεφασμένος]].<br /><b class="num">II.</b> Ο Ενέργ. παρατ. έπρεπε να είναι [[ἔφην]], όπως ο αόρ. βʹ, [[αλλά]] το <i>ἔφασκον</i> χρησιμοποιήθηκε γενικά στη [[θέση]] του. Ριζική [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διακηρύσσω]], κάνω γνωστό, λέω, [[διαβεβαιώνω]], [[ισχυρίζομαι]] ή απόλ. ή ακολουθ. από απαρ. ή από αιτ.· το απαρ. πολλές φορές παραλείπεται, <i>σὲ κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φήσει</i> (ενν. [[εἶναι]]), σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] επίσης, <i>Κορινθίους τί φῶμεν;</i> τί να πούμε γι' αυτούς;, σε Ξεν.· [[έπειτα]], [[καθώς]] ό,τι λέει [[κάποιος]] [[συνήθως]] εκφράζει την [[πεποίθηση]] ή τη [[γνώμη]] του, [[νομίζω]], [[πιστεύω]], [[υποθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν' [[ἔμμεναι]] ἄφρονά τε, θα έλεγες, θα νόμιζες ότι αυτός ήταν..., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ φαθὶ λεύσσειν</i>, μη νομίζεις ότι βλέπεις, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές φράσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[φασί]], λένε, λέγεται, σε Όμηρ., Αττ.· [[αλλά]] σε πεζογράφους επίσης [[φησί]], όπως το γαλλικό on dit, σε Δημ. (ομοίως Λατ. inquit, ait).<br /><b class="num">2.</b> το [[φημί]] μερικές φορές συνάπτεται με συνώνυμο ρήμ. τύπο, π.χ. <i>ἔφηλέγων</i>, <i>ἔφησε λέγων</i>, σε Ηρόδ.· <i>λέγει οὐδὲν φαμένη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> σε επαναλαμβανόμενους διαλόγους, το [[ρήμα]] [[συνήθως]] πηγαίνει [[πριν]] από το υποκείμενό του (προτάσσεται), [[ἔφην]] [[ἐγώ]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], [[είπα]], είπε ο [[Σωκράτης]]· [[αλλά]] η [[σειρά]] μερικές φορές αλλάζει [[ἐγώ]] [[ἔφην]], ὁ [[Σωκράτης]] ἔφη.<br /><b class="num">III.</b> με πιο περιορισμένη [[έννοια]], όπως το [[κατάφημι]], λέω ναι, [[βεβαιώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· καὶ τοὺς [[φάναι]], και είπαν ναι, σε Ηρόδ.· [[καί]] φημι, [[κἀπόφημι]], σε Σοφ.· επίσης, οὐ [[φημί]], σημαίνει, λέω όχι, [[αρνούμαι]], δεν [[αποδέχομαι]]· <i>ἡΠυθίη οὐκ ἔφη χρήσειν</i>, είπε ότι δεν θα χρησμοδοτήσει, σε Ηρόδ.· <i>ἐὰνμὴ φῇ</i>, εάν πει όχι, σε Αριστοφ.· [[φάθι]] ἢ μή, πες ναι ή όχι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''φημί:''' (√<i>ΦΑ</i>, πρβλ. [[φάω]]), [[φῄς]], [[φησί]], πληθ. <i>φᾰμέν</i>, <i>φᾰτέ</i>, <i>φᾱσί</i>, Δωρ. <i>φᾱμί</i>, <i>φᾱσί</i> ή <i>φᾱτί</i>, γʹ πληθ. [[φαντί]]· αόρ. βʹ [[ἔφην]], (Επικ. <i>φήν</i>), [[ἔφησθα]], [[σπανίως]] [[ἔφης]] (Επικ. <i>φῆσθα</i>, <i>φῆς</i>), <i>ἔφη</i> (Επικ. <i>φῆ</i>, Δωρ. <i>φᾶ</i>), γʹ πληθ. <i>ἔφᾰσαν</i> ή <i>ἔφᾰν</i>, Επικ. [[φάν]]· προστ. <i>φᾰθί</i>· υποτ. <i>φῶ</i>, [[φῇς]], <i>φῇ</i> (Επικ. <i>φῄσιν</i>, [[φήῃ]])· ευκτ. [[φαίην]],<br /><b class="num">I.</b> πληθ. <i>φαῖμεν</i>, γʹ πληθ. <i>φαῖεν</i>, <i>φαίησαν</i>· απαρ. [[φάναι]], ποιητ. <i>φάμεν</i>, μτχ. [[φάς]], <i>φᾶσα</i>, [[φάν]]· μέλ. <i>φήσω</i>, Δωρ. <i>φᾱσῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφησα</i>, Δωρ. γʹ ενικ. <i>φᾶσε</i>, ευκτ. <i>φήσειε</i>, μτχ. <i>φήσας</i> — Μέσ., αόρ. βʹ [[ἐφάμην]], <i>ἔφᾰτο</i> (Επικ. [[φάτο]]), <i>ἔφαντο</i> (Επικ. <i>φάντο</i>)· προστ. [[φάο]], [[φάσθω]], [[φάσθε]]· απαρ. [[φάσθαι]], μτχ. [[φάμενος]], μέλ. Δωρ. φάσομαι [ᾱ] — Παθ., γʹ ενικ. προστ. παρακ. <i>πεφάσθω</i>, μτχ. [[πεφασμένος]].<br /><b class="num">II.</b> Ο Ενέργ. παρατ. έπρεπε να είναι [[ἔφην]], όπως ο αόρ. βʹ, [[αλλά]] το <i>ἔφασκον</i> χρησιμοποιήθηκε γενικά στη [[θέση]] του. Ριζική [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διακηρύσσω]], κάνω γνωστό, λέω, [[διαβεβαιώνω]], [[ισχυρίζομαι]] ή απόλ. ή ακολουθ. από απαρ. ή από αιτ.· το απαρ. πολλές φορές παραλείπεται, <i>σὲ κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φήσει</i> (ενν. [[εἶναι]]), σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] επίσης, <i>Κορινθίους τί φῶμεν;</i> τί να πούμε γι' αυτούς;, σε Ξεν.· [[έπειτα]], [[καθώς]] ό,τι λέει [[κάποιος]] [[συνήθως]] εκφράζει την [[πεποίθηση]] ή τη [[γνώμη]] του, [[νομίζω]], [[πιστεύω]], [[υποθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν' [[ἔμμεναι]] ἄφρονά τε, θα έλεγες, θα νόμιζες ότι αυτός ήταν..., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ φαθὶ λεύσσειν</i>, μη νομίζεις ότι βλέπεις, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές φράσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[φασί]], λένε, λέγεται, σε Όμηρ., Αττ.· [[αλλά]] σε πεζογράφους επίσης [[φησί]], όπως το γαλλικό on dit, σε Δημ. (ομοίως Λατ. inquit, ait).<br /><b class="num">2.</b> το [[φημί]] μερικές φορές συνάπτεται με συνώνυμο ρήμ. τύπο, π.χ. <i>ἔφηλέγων</i>, <i>ἔφησε λέγων</i>, σε Ηρόδ.· <i>λέγει οὐδὲν φαμένη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> σε επαναλαμβανόμενους διαλόγους, το [[ρήμα]] [[συνήθως]] πηγαίνει [[πριν]] από το υποκείμενό του (προτάσσεται), [[ἔφην]] [[ἐγώ]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], [[είπα]], είπε ο [[Σωκράτης]]· [[αλλά]] η [[σειρά]] μερικές φορές αλλάζει [[ἐγώ]] [[ἔφην]], ὁ [[Σωκράτης]] ἔφη.<br /><b class="num">III.</b> με πιο περιορισμένη [[έννοια]], όπως το [[κατάφημι]], λέω ναι, [[βεβαιώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· καὶ τοὺς [[φάναι]], και είπαν ναι, σε Ηρόδ.· [[καί]] φημι, [[κἀπόφημι]], σε Σοφ.· επίσης, οὐ [[φημί]], σημαίνει, λέω όχι, [[αρνούμαι]], δεν [[αποδέχομαι]]· <i>ἡΠυθίη οὐκ ἔφη χρήσειν</i>, είπε ότι δεν θα χρησμοδοτήσει, σε Ηρόδ.· <i>ἐὰνμὴ φῇ</i>, εάν πει όχι, σε Αριστοφ.· [[φάθι]] ἢ μή, πες ναι ή όχι, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φημί:''' ([[φῄς]], [[φησί]] - pl. [[φαμέν|φᾰμέν]], [[φατέ|φᾰτέ]], [[φασί|φᾱσί]](ν) - все эти формы, кроме 2 л. sing., энкл.; impf. [[ἔφην]] - 2 л. [[ἔφης]], чаще [[ἔφησθα]]; imper. φᾰθί или [[φάθι]]; conjct. φῶ; opt. [[φαίην]]; inf. [[φάναι]]; part. [[φάς]], φᾶσα, [[φάν]]; med.: impf. [[ἐφάμην]], fut. [[φήσομαι]], imper. [[φάο]], inf. [[φάσθαι]], part. [[φάμενος]]; 3 л. sing. pf. πεφάσθω, part. pf. [[πεφασμένος]]) иногда med.<br /><b class="num">1)</b> говорить, высказывать: [[φάσθαι]] [[ἔπος]] πρός τινα Hom. заговаривать с кем-л.; [[φάσθαι]] ἀγγελίην Hom. сообщать весть; τί или [[πῶς]] [[φῄς]]; Soph. что ты говоришь?; ἔφη или ἔφησε λέγων, тж. ἔλεγεν [[φάς]] Her. он сказал (говорил); φ. [[κατά]] τινος Xen. говорить против кого-л., ставить в упрек кому-л.; λέγ᾽ ἀνύσας ὅ τι [[φῄς]] ποτε Arph. говори скорее, что хочешь сказать; [[ἔστω]], φησίν, ἡ αὐτὴ [[τιμωρία]] Dem. пусть будет, говорит, назначено то же самое наказание; ὡς [[ἡμεῖς]] [[φαῖμεν]] ἄν Plat. (вводно) можно сказать; οὐκ ἔφασαν ἕψεσθαι Her. они сказали, что не последуют;<br /><b class="num">2)</b> соглашаться, подтверждать: καὶ τοὺς [[φάναι]] Her. (говорят, что он спросил, верно ли это), и они ответили утвердительно; φημὶ δρᾶσαι Soph. признаю, что совершил(а) (это); [[φάθι]] ἢ μή Plat. скажи «да» или «нет»; [[οὕτω]] или [[ἔγωγε]] [[φημί]] Plat. я подтверждаю (согласен); ὁ δ᾽ οὐκ ἔφη Plat. он ответил отрицательно; κἂν μὲν μὴ φῇ Arph. если же он не согласится;<br /><b class="num">3)</b> считать, думать, полагать: φημὶ χρῆναι Isocr. считаю нужным; σὺ αὐτὴν [[τίνα]] φῂς εἶναι; Plat. какова она по-твоему?; καὶ φημὶ [[κἀπόφημι]] Soph. я и верю, и не верю; [[ἶσον]] [[φάσθαι]] τινί Hom. считать себя равным кому-л.
}}
}}