3,273,730
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χάλκευμα:''' -ατος, τό ([[χαλκεύω]]), οτιδήποτε φτιαγμένο από χαλκό, π.χ. [[πέλεκυς]] ή [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''χάλκευμα:''' -ατος, τό ([[χαλκεύω]]), οτιδήποτε φτιαγμένο από χαλκό, π.χ. [[πέλεκυς]] ή [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χάλκευμα:''' ατος τό медное (бронзовое) изделие: δύσλυτα χαλκεύματα Aesch. неразрывные оковы; περιβαλεῖν χαλκεύματι Aesch. настигнуть (кого-л.) мечом. | |||
}} | }} |