3,273,733
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλκός]], Λατ. [[aes]], σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται σε [[αναφορά]] προς το [[χρώμα]] [[ἐρυθρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[χαλκός]] ήταν το πρώτο [[μέταλλο]] που επεξεργάστηκε, <i>τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα</i>, χάλκεοι δέ τε [[οἶκοι]], <i>χαλκῷ δ' ἐργάζοντο</i>, [[μέλας]] δ' οὐκ [[ἔσκε]] [[σίδηρος]], σε Ησίοδ.· [[έπειτα]], η [[λέξη]] [[χαλκός]] συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται για [[κάθε]] <i>[[μέταλλο]]</i> γενικά· και όταν οι άνθρωποι έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, η [[λέξη]] [[χαλκός]] χρησιμοποιήθηκε για το [[σίδηρος]], και [[χαλκεύς]] έφτασε να σημαίνει [[σιδηρουργός]]· [[χαλκός]] επίσης σήμαινε [[ορείχαλκος]] (δηλ. [[μίγμα]] χαλκού με κασσίτερο), όχι [[χαλκός]] (δηλ. [[μίγμα]] χαλκού με ψευδάργυρο, το οποίο ήταν μεταγεν. [[ανακάλυψη]]), και αυτή ήταν η έννοιά του στην [[περίπτωση]] των όπλων·<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ή [[μέταλλο]], όπως [[κοντάρι]], [[ξίφος]], [[μαχαίρι]] κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χαλκὸν ζώννυσθαι</i>, λέγεται για πολεμιστή ζωσμένο με τον οπλισμό του, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σκεύη]], [[αγγείο]], [[λέβητας]], [[κάλπη]], σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για χάλκινο καθρέφτη, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> χάλκινο [[νόμισμα]], όπως [[χαλκοῦς]] II, στον ίδ. | |lsmtext='''χαλκός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλκός]], Λατ. [[aes]], σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται σε [[αναφορά]] προς το [[χρώμα]] [[ἐρυθρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[χαλκός]] ήταν το πρώτο [[μέταλλο]] που επεξεργάστηκε, <i>τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα</i>, χάλκεοι δέ τε [[οἶκοι]], <i>χαλκῷ δ' ἐργάζοντο</i>, [[μέλας]] δ' οὐκ [[ἔσκε]] [[σίδηρος]], σε Ησίοδ.· [[έπειτα]], η [[λέξη]] [[χαλκός]] συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται για [[κάθε]] <i>[[μέταλλο]]</i> γενικά· και όταν οι άνθρωποι έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, η [[λέξη]] [[χαλκός]] χρησιμοποιήθηκε για το [[σίδηρος]], και [[χαλκεύς]] έφτασε να σημαίνει [[σιδηρουργός]]· [[χαλκός]] επίσης σήμαινε [[ορείχαλκος]] (δηλ. [[μίγμα]] χαλκού με κασσίτερο), όχι [[χαλκός]] (δηλ. [[μίγμα]] χαλκού με ψευδάργυρο, το οποίο ήταν μεταγεν. [[ανακάλυψη]]), και αυτή ήταν η έννοιά του στην [[περίπτωση]] των όπλων·<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ή [[μέταλλο]], όπως [[κοντάρι]], [[ξίφος]], [[μαχαίρι]] κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χαλκὸν ζώννυσθαι</i>, λέγεται για πολεμιστή ζωσμένο με τον οπλισμό του, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σκεύη]], [[αγγείο]], [[λέβητας]], [[κάλπη]], σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για χάλκινο καθρέφτη, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> χάλκινο [[νόμισμα]], όπως [[χαλκοῦς]] II, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκός:''' ὁ<b class="num">1)</b> медь Hom., Plat., Arst., Plut.: χ. ἠχῶν ἢ [[κύμβαλον]] ἀλαλάζον погов. NT медь звенящая или кимвал звучащий;<br /><b class="num">2)</b> изделие из меди, медный предмет (нож, копье, сосуд и т. д.): [[λίνον]] καὶ χ. Hom. леса с медным крючком; λεπτότατος χ. Hom. тончайшая медная пластинка; χαλκὸν ζώννυσθαι Hom. подпоясаться медным поясом; πλάγχθη δ᾽ ἀπὸ [[χαλκόφι]] χ. Hom. медное копье отскочило от медного шлема; ἐν χαλκῷ φέρειν τι Soph. нести что-л. в медной урне; ὁ διαυγὴς χ. Anth. зеркало из (полированной) меди;<br /><b class="num">3)</b> медная монета, собир. деньги Anth.: χαλκοῦ [[σπάνις]] Men. безденежье;<br /><b class="num">4)</b> халк (атт. медная монета = 1 / 4 обола = 1 / 48 драхмы) Plut. | |||
}} | }} |