Anonymous

χαλκόω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χαλκός]]), [[κατασκευάζω]] με χαλκό, σε Ανθ. — Παθ., <i>χαλκωθείς</i>, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''χαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χαλκός]]), [[κατασκευάζω]] με χαλκό, σε Ανθ. — Παθ., <i>χαλκωθείς</i>, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόω:''' <b class="num">1)</b> покрывать медной броней: χαλκοθείς Pind. одетый в медную броню;<br /><b class="num">2)</b> делать из меди ([[βοΐδιον]] Anth.).
}}
}}