Anonymous

κυβερνητέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυβερνητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κυβερνῶ, δεῖ κυβερνᾶν, Πλάτ. Σίσυφ. 389D.
|lstext='''κυβερνητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κυβερνῶ, δεῖ κυβερνᾶν, Πλάτ. Σίσυφ. 389D.
}}
{{elnl
|elnltext=κυβερνητέον, adj. verb. van κυβερνάω, men moet sturen.
}}
}}