Anonymous

συγγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[estar unido a]]
|esgtx=[[estar unido a]]
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συγγίνομαι]] Α [[γίγνομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]] συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[συναναστρέφομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> (για μαθητή ή οπαδό) [[μαθητεύω]] [[κοντά]] στον δάσκαλό μου («[[Πρωταγόρας]]... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συναντώ]]<br /><b>7.</b> (με δοτ. προσ.) [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], συνουσιάζομαι<br /><b>8.</b> [[γίνομαι]] [[γνώστης]] ενός πράγματος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[συγγίγνομαι]] εἴς τι» — [[συναντώ]] κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml