Anonymous

συγκοπή: Difference between revisions

From LSJ
2,039 bytes removed ,  1 January 2019
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συγκόπτω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συγκόπτω]], [[κοπή]] σε μικρά τεμάχια, [[κομμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> παροδική [[απώλεια]] συνειδήσεως που οφείλεται σε [[ελάττωση]] της παροχής αίματος στον εγκέφαλο, λόγω παύσεως της καρδιακής λειτουργίας ή [[μεγάλης]] βραδυκαρδίας, [[κατάσταση]] της οποίας η πιο απλή [[μορφή]] [[είναι]] η [[λιποθυμία]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο αποβάλλεται ένα [[φωνήεν]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο συμφώνων, όπως λ.χ. [[περιπατώ]] / [[περπατώ]], <i>αμφιφορευς</i> / <i>αμφορευς</i>, [[σιτάρι]] / [[στάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο μετατίθεται ο [[ρυθμικός]] [[τονισμός]] από τα ισχυρά μέρη του μέτρου στα ασθενή και [[επομένως]] αποδυναμώνεται ο [[εμφατικός]] [[χαρακτήρας]] τών ισχυρών αυτών [[μερών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σφαγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπή]] μετάλλου σε [[πολλά]] και ομοιόμορφα τεμάχια για [[εκτύπωση]] νομισμάτων<br /><b>2.</b> [[διακοπή]], [[παύση]] ή προσωρινό [[σταμάτημα]], [[αναστολή]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβολή]] γράμματος ή συμπλέγματος γραμμάτων [[ιδίως]] από το [[τέλος]] λέξεως [[χάριν]] συντομίας<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολική [[περιεκτικότητα]], [[λακωνικότητα]].
}}
}}
{{grml
{{grml