Anonymous

συναπτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπτός''': -όν, ἢ ή, όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ [[ὁμοῦ]] συνημμένος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, [[συνεχής]], χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 508· συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 32, 2· [[χρόνος]] Ψελλ.· ― ἡ συναπτὴ (ἐξυπακ. εὐχὴ) = τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ διακονικὰ Στουδ. 1688C, 1717D, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 94, 19, 609. ― Ἐν τῷ Εὐχολογίῳ ἡ [[μεγάλη]] συναπτὴ ἄρχεται [[οὕτως]]: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ κυρίου δεηθῶμεν», ἡ δὲ μικρὰ συναπτὴ [[οὕτως]]: «ἔτι καὶ ἔτι τοῦ κυρίου δεηθῶμεν». ― Ἐπίρρ. συναπτῶς, «[[ἄφαρ]], [[ἤγουν]] [[εὐθέως]] καὶ ὡς εἰπεῖν συναπτῶς ([[ἔνθα]] διάφ. γραφ. «συναπτικῶς»)» Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169, πρβλ. τοῦ αὐτ. εἰς Ἰλ. Α. 594. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ συνάψῃ ἢ ἑνώσῃ, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. περὶ Φυσικ. Ἀκροάσ. 4, σ. 128.
|lstext='''συναπτός''': -όν, ἢ ή, όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ [[ὁμοῦ]] συνημμένος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, [[συνεχής]], χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 508· συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 32, 2· [[χρόνος]] Ψελλ.· ― ἡ συναπτὴ (ἐξυπακ. εὐχὴ) = τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ διακονικὰ Στουδ. 1688C, 1717D, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 94, 19, 609. ― Ἐν τῷ Εὐχολογίῳ ἡ [[μεγάλη]] συναπτὴ ἄρχεται [[οὕτως]]: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ κυρίου δεηθῶμεν», ἡ δὲ μικρὰ συναπτὴ [[οὕτως]]: «ἔτι καὶ ἔτι τοῦ κυρίου δεηθῶμεν». ― Ἐπίρρ. συναπτῶς, «[[ἄφαρ]], [[ἤγουν]] [[εὐθέως]] καὶ ὡς εἰπεῖν συναπτῶς ([[ἔνθα]] διάφ. γραφ. «συναπτικῶς»)» Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169, πρβλ. τοῦ αὐτ. εἰς Ἰλ. Α. 594. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ συνάψῃ ἢ ἑνώσῃ, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. περὶ Φυσικ. Ἀκροάσ. 4, σ. 128.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συναπτός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και [[συναπτή]], ΜΑ [[συνάπτω]]<br /><b>1.</b> ενωμένος, συνδεδεμένος<br /><b>2.</b> [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], [[αλλεπάλληλος]] (α. «η [[πολιορκία]] κράτησε [[τρία]] συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[συναπτή]]<br />(στην Ορθόδοξη Εκκλησία) καθεμία από τις εκφωνούμενες [[συναπτώς]] από τον διάκονο ή τον ιερέα παρακελεύσεις, σύντομες ευχές που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και καταλήγουν με τη [[φράση]] <i>τοῡ κυρίου δεηθῶμεν</i> και με τις οποίες καλείται το [[εκκλησίασμα]] να δεηθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεγάλη]] [[συναπτή]]» — [[συναπτή]] η οποία, στην κλασική της [[μορφή]], αποτελείται από 13 παρακελεύσεις<br />β) «μικρή [[συναπτή]]» — [[επιτομή]] της [[μεγάλης]] συναπτής που περιλαμβάνει την πρώτη και τις δύο τελευταίες παρακελεύσεις της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> άποδο ερμαφρόδιτο ολοθούριο της ομοταξίας [[ολοθουροειδή]], που ζει σε μεγάλα θαλάσσια [[βάθη]] χωμένο στην άμμο και [[χωρίς]] βαδιστικούς ποδίσκους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[συναπτός]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] της συναπτής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συναπτώς]] / <i>συναπτῶς</i> ΝΜ, και <i>συναπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συναπτό, με [[συνέχεια]], [[συνεχώς]], αδιάκοπα («μὴ συναπτῶς ἐκφωνεῑσθαι τοὺς ψαλμούς, ἀλλὰ διὰ μέσου [[γίγνεσθαι]] καὶ ἀναγνώσεις», Βαλσ.).
}}
}}
{{grml
{{grml