Anonymous

ἐλατός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3"
(2)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[έλατο]].
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[έλατο]].<br />-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐλαύνω]] тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).
|elrutext='''ἐλᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐλαύνω]] тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).
}}
}}