Anonymous

ἔμφωτον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(11)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμφωτον]], το (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[εύρος]], το [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] του κώνου<br /><b>2.</b> φωτιζόμενο [[μέρος]], το [[μέρος]] από όπου εισέρχεται φως, π.χ. [[πλευρά]] τοίχου που έχει παράθυρα.
|mltxt=[[ἔμφωτον]], το (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[εύρος]], το [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] του κώνου<br /><b>2.</b> φωτιζόμενο [[μέρος]], το [[μέρος]] από όπου εισέρχεται φως, π.χ. [[πλευρά]] τοίχου που έχει παράθυρα.
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">-ος</b>)<br />See also: s. <b class="b3">φῶς</b>
}}
}}