Anonymous

μαῦρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(6_18)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαῦρος''': -ον, προπερισπ., ἀντὶ τοῦ ὀξυτόνου [[ἀμαυρός]], Ἀρκάδ. 69. 22, Ἡσύχ.· - παρὰ Βυζ. ὡς καὶ νῦν, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''μαῦρος''': -ον, προπερισπ., ἀντὶ τοῦ ὀξυτόνου [[ἀμαυρός]], Ἀρκάδ. 69. 22, Ἡσύχ.· - παρὰ Βυζ. ὡς καὶ νῦν, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: or <b class="b3">μαυρός</b>.<br />See also: s. <b class="b3">ἀμαυρός</b>
}}
}}