3,274,921
edits
(2b) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέπερῐ''': τό, τὸ [[δένδρον]] «πεπεριά», Λατ. piper, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 18, κτλ.˙ - γεν. πεπέρεως, Πλουτ. Σύλλ. 13, Ἀθήν. 381Β˙ πεπέριος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2˙ καὶ ὁ Ἀριστ. σημειοῦται [[πέπερι]], [[μέλι]], [[κόμμι]], ὡς τὰ [[τρία]] ὀνόματα τὰ λήγοντα εἰς ι (Ποιητ. 21, 26)˙ ἀλλ’ ἕτεροι τύποι ὑποθέτουσιν ὀνομαστικὴν πέπερις, ὁ, δηλ. τοῦ πεπέριδος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Β, [[ἔνθα]] ἴδε | |lstext='''πέπερῐ''': τό, τὸ [[δένδρον]] «πεπεριά», Λατ. piper, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 18, κτλ.˙ - γεν. πεπέρεως, Πλουτ. Σύλλ. 13, Ἀθήν. 381Β˙ πεπέριος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2˙ καὶ ὁ Ἀριστ. σημειοῦται [[πέπερι]], [[μέλι]], [[κόμμι]], ὡς τὰ [[τρία]] ὀνόματα τὰ λήγοντα εἰς ι (Ποιητ. 21, 26)˙ ἀλλ’ ἕτεροι τύποι ὑποθέτουσιν ὀνομαστικὴν πέπερις, ὁ, δηλ. τοῦ πεπέριδος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Β, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πεπέριδι Αἰλ. π. Ζ. 9. 48. πεπερίδων Ἀθήν. 376D· πέπεριν Νικ. Ἀλεξιφ. 332, Θ 876˙ [[ὡσαύτως]] θηλ. αἱ πεπερίδες, τὰ πεπερόδενδρα, Φιλόστρ. 97, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 325. 6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |