Anonymous

εἰσπλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[εἰσέρχομαι]] [[πλέων]], εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.˙ ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. [[ἄνορμος]]), Εὐρ. Ι. Τ. 1389˙ οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., [[πλέω]] μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33˙ ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται [[Πλάτων]] Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32˙ οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29˙ ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.
|lstext='''εἰσπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[εἰσέρχομαι]] [[πλέων]], εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.· ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. [[ἄνορμος]]), Εὐρ. Ι. Τ. 1389· οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., [[πλέω]] μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33· ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται [[Πλάτων]] Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32· οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29· ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.
}}
}}
{{bailly
{{bailly