3,274,246
edits
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. | |lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ· ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |