3,273,724
edits
(1) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό<br /><b>2.</b> διάφανο κεφαλομάντηλο<br /><b>3.</b> «[[φαρμακευτική]] ή [[χειρουργική]] [[γάζα]]» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για [[επικάλυψη]] και [[επίδεση]] τραυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την [[ονομασία]] της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού <i>jc</i> (γαζ) «[[γάζα]]» ή του γαλλ. <i>gaze</i> «[[γάζα]]». Πρβλ. γερμ. <i>Gaze</i>, αγγλ. <i>gauze</i>, ισπ. <i>gaza</i>,. ιταλ. <i>garza</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό<br /><b>2.</b> διάφανο κεφαλομάντηλο<br /><b>3.</b> «[[φαρμακευτική]] ή [[χειρουργική]] [[γάζα]]» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για [[επικάλυψη]] και [[επίδεση]] τραυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την [[ονομασία]] της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού <i>jc</i> (γαζ) «[[γάζα]]» ή του γαλλ. <i>gaze</i> «[[γάζα]]». Πρβλ. γερμ. <i>Gaze</i>, αγγλ. <i>gauze</i>, ισπ. <i>gaza</i>,. ιταλ. <i>garza</i>].<br /><b>(II)</b><br />η (Α)<br /><b>1.</b> [[θησαυρός]], πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>2.</b> μεγάλο χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από την Περσική (<b>[[πρβλ]].</b> μσν. περσικό <i>ganj</i>). Η λατ. [[λέξη]] <i>gaza</i>, όπως [[πιθανώς]] και η συρ. <i>gaz</i><i>ā</i>, [[είναι]] με τη [[σειρά]] τους δάνεια από την Ελληνική]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |