3,274,313
edits
(2) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[καρπός]])<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> φυτικό όργανο που προέρχεται από την [[ανάπτυξη]] και τον μετασχηματισμό της ωοθήκης ως [[αποτέλεσμα]] της γονιμοποίησης και το οποίο περιέχει τα σπέρματα, τά προστατεύει, συντελεί στη [[διασπορά]] τους και, σε πολλές περιπτώσεις, ρυθμίζει τον χρόνο της βλάστησής τους<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που παράγεται, [[προϊόν]] («[[καρπὸς]] εὐανθὴς μήλων» — το [[έριο]], Οππ.)<br /><b>3.</b> (για [[παιδιά]]) [[γέννημα]], [[γόνος]] («αυτό το [[παιδί]] [[είναι]] [[καρπός]] ενός εφηβικού έρωτα»)<br /><b>4.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας ενέργειας, το [[επακολούθημα]] (α. «καρποί μόχθων» β. «γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπὸν φέροντα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] (α. «έδωσαν καρπούς οι προσπάθειές σου» β. «οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καρπός]] κοιλίας» — το [[έμβρυο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι καρποί</i><br /><b>(νομ.)</b> οι πρόσοδοι που έχουν οικονομική [[αξία]] και που τίς επιφέρει ένα [[πράγμα]] ή ένα [[δικαίωμα]] [[είτε]] άμεσα [[είτε]] με [[βάση]] μια έννομη [[σχέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξηροί καρποί» — οι διατηρημένοι και αποξηραμένοι καρποί λόγω του σκληρού τους περιβλήματος, όπως [[είναι]] τα αμύγδαλα, τα φιστίκια κ.λπ. β) «απαγορευμένος [[καρπός]]»<br />i) ο [[καρπός]] του δένδρου της γνώσεως τον οποίο ο [[θεός]] είχε απαγορεύσει να αγγίξουν οι πρωτόπλαστοι<br />ii) [[καθετί]] που επιθυμεί [[κάποιος]] πολύ [[αλλά]] δεν του επιτρέπεται να το απολαύσει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «από τον καρπό γνωρίζεται το [[δέντρο]]» — από τα έργα του κρίνεται ο [[άνθρωπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καρποφορία]]<br /><b>2.</b> [[λάφυρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἔχω καρπὸν κοιλίας» — [[εγκυμονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[πηγή]], [[προέλευση]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καρποί</i><br />οι απολαβές («οἱ καρποὶ οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπέων [[καρπός]]» — η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «φρενῶν [[καρπός]]» — η [[σοφία]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> «[[καρπὸς]] ἥβης» — οι πρώτες [[τρίχες]] του γενιού (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καρπός]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>kr</i>-<i>p</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>ker</i>-<i>p</i>- «[[κόβω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>krp</i><i>ā</i><i>na</i> «[[ξίφος]]», λατ. <i>carp</i><i>ō</i> «[[δρέπω]] καρπούς, [[αποκτώ]]» και πιθ. αρχ. άνω γερμ. <i>herbist</i> «[[φθινόπωρο]]». Από τον τ. [[καρπός]] σχηματίζονται κύρια ονόματα, απλά όπως <i>Καρπίης</i>, <i>Κάρπων</i>, και [[σύνθετα]] όπως <i>Εύκαρπος</i>, <i>Πολύκαρπος</i>. Η λ. ως β' συνθετικό απαντά [[κυρίως]] με τη [[μορφή]] -<i>καρπος</i>, [[αλλά]] και -<i>κάρπιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρπεύω]], [[κάρπιμος]], [[καρπούμαι]], [[καρπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρπίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καρπίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[καρπολόγος]], [[καρποτοκία]], [[καρποφάγος]], [[καρποφθόρος]], [[καρποφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρπόβρωτος]], [[καρπογένεθλος]], [[καρπογόνος]], [[καρπομανής]], [[καρποποιός]], [[καρποσπόρος]], [[καρποτελής]], [[καρποτόκος]], [[καρποτρόφος]], [[καρποφύλαξ]], [[καρπόφυλλον]], [[καρποφυώ]], [[καρπώνης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καρποβάλσαμον]], [[καρποδότης]], [[καρποφορία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρποβλαστώ]], <i>καρποβριθώ</i>, [[καρποδοσία]], [[καρποζιζανιοφόρος]], [[καρποποιητικός]], [[καρποφόρημα]], <i>καρποφόρα</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καρπερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καρποκτησία</i>. (Β' συνθετικό) [[αγλαόκαρπος]], [[άκαρπος]], [[ακρόκαρπος]], [[γλυκύκαρπος]], [[δίκαρπος]], [[επίκαρπος]], [[εύκαρπος]], [[καλλίκαρπος]], [[λεπτόκαρπος]], [[μεγαλόκαρπος]], [[μικρόκαρπος]], [[ολιγόκαρπος]], [[ολόκαρπος]], [[πικρόκαρπος]], [[πυκνόκαρπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αείκαρπος]], [[αμφίκαρπος]], [[αριστόκαρπος]], <i>αυτόκαρπος</i>, [[βαθύκαρπος]], [[βραδύκαρπος]], [[γυμνόκαρπος]], [[εγκάρπιος]], [[έγκαρπος]], <i>ελλοβόκαρπος</i>, [[εμπεδόκαρπος]], [[εξώκαρπος]], [[επετειόκαρπος]], <i>επικάρπιος</i>, [[επιφυλλόκαρπος]], [[ετερόκαρπος]], [[ηδύκαρπος]], [[κατάκαρπος]], [[κλυτόκαρπος]], [[κωνόκαρπος]], [[λευκόκαρπος]], [[μελάγκαρπος]], [[μυριόκαρπος]], [[ξηρόκαρπος]], <i>ομφακόκαρπος</i>, [[ομφαλόκαρπος]], <i>οπισθόκαρπος</i>, [[οψίκαρπος]], [[πάγκαρπος]], [[πλαγιόκαρπος]], [[πλατύκαρπος]], [[πρωΐκαρπος]], [[πρωτόκαρπος]], [[στελεχόκαρπος]], [[τελεσίκαρπος]], <i>τερίκαρπος</i>, [[τρίκαρπος]], [[υπόκαρπος]], [[φερέκαρπος]], [[φθινόκαρπος]], [[χλοόκαρπος]], [[χρηστόκαρπος]], [[χρυσεόκαρπος]], [[χρυσόκαρπος]], [[ωλεσίκαρπος]], [[ωραιόκαρπος]], [[ωριόκαρπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αδρόκαρπος</i>, [[ακανθόκαρπος]], [[αμυγδαλόκαρπος]], <i>γλυκόκαρπος</i>, [[ελαιόκαρπος]], [[ενδόκαρπος]], [[μονόκαρπος]], <i>ξινόκαρπος</i>, [[πολύκαρπος]], [[πρινόκαρπος]], [[ριζόκαρπος]], [[σταφιδόκαρπος]], <i>χαμόκαρπος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[καρπός]])<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> φυτικό όργανο που προέρχεται από την [[ανάπτυξη]] και τον μετασχηματισμό της ωοθήκης ως [[αποτέλεσμα]] της γονιμοποίησης και το οποίο περιέχει τα σπέρματα, τά προστατεύει, συντελεί στη [[διασπορά]] τους και, σε πολλές περιπτώσεις, ρυθμίζει τον χρόνο της βλάστησής τους<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που παράγεται, [[προϊόν]] («[[καρπὸς]] εὐανθὴς μήλων» — το [[έριο]], Οππ.)<br /><b>3.</b> (για [[παιδιά]]) [[γέννημα]], [[γόνος]] («αυτό το [[παιδί]] [[είναι]] [[καρπός]] ενός εφηβικού έρωτα»)<br /><b>4.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας ενέργειας, το [[επακολούθημα]] (α. «καρποί μόχθων» β. «γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπὸν φέροντα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] (α. «έδωσαν καρπούς οι προσπάθειές σου» β. «οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καρπός]] κοιλίας» — το [[έμβρυο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι καρποί</i><br /><b>(νομ.)</b> οι πρόσοδοι που έχουν οικονομική [[αξία]] και που τίς επιφέρει ένα [[πράγμα]] ή ένα [[δικαίωμα]] [[είτε]] άμεσα [[είτε]] με [[βάση]] μια έννομη [[σχέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξηροί καρποί» — οι διατηρημένοι και αποξηραμένοι καρποί λόγω του σκληρού τους περιβλήματος, όπως [[είναι]] τα αμύγδαλα, τα φιστίκια κ.λπ. β) «απαγορευμένος [[καρπός]]»<br />i) ο [[καρπός]] του δένδρου της γνώσεως τον οποίο ο [[θεός]] είχε απαγορεύσει να αγγίξουν οι πρωτόπλαστοι<br />ii) [[καθετί]] που επιθυμεί [[κάποιος]] πολύ [[αλλά]] δεν του επιτρέπεται να το απολαύσει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «από τον καρπό γνωρίζεται το [[δέντρο]]» — από τα έργα του κρίνεται ο [[άνθρωπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καρποφορία]]<br /><b>2.</b> [[λάφυρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἔχω καρπὸν κοιλίας» — [[εγκυμονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[πηγή]], [[προέλευση]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καρποί</i><br />οι απολαβές («οἱ καρποὶ οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπέων [[καρπός]]» — η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «φρενῶν [[καρπός]]» — η [[σοφία]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> «[[καρπὸς]] ἥβης» — οι πρώτες [[τρίχες]] του γενιού (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καρπός]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>kr</i>-<i>p</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>ker</i>-<i>p</i>- «[[κόβω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>krp</i><i>ā</i><i>na</i> «[[ξίφος]]», λατ. <i>carp</i><i>ō</i> «[[δρέπω]] καρπούς, [[αποκτώ]]» και πιθ. αρχ. άνω γερμ. <i>herbist</i> «[[φθινόπωρο]]». Από τον τ. [[καρπός]] σχηματίζονται κύρια ονόματα, απλά όπως <i>Καρπίης</i>, <i>Κάρπων</i>, και [[σύνθετα]] όπως <i>Εύκαρπος</i>, <i>Πολύκαρπος</i>. Η λ. ως β' συνθετικό απαντά [[κυρίως]] με τη [[μορφή]] -<i>καρπος</i>, [[αλλά]] και -<i>κάρπιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρπεύω]], [[κάρπιμος]], [[καρπούμαι]], [[καρπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρπίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καρπίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[καρπολόγος]], [[καρποτοκία]], [[καρποφάγος]], [[καρποφθόρος]], [[καρποφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρπόβρωτος]], [[καρπογένεθλος]], [[καρπογόνος]], [[καρπομανής]], [[καρποποιός]], [[καρποσπόρος]], [[καρποτελής]], [[καρποτόκος]], [[καρποτρόφος]], [[καρποφύλαξ]], [[καρπόφυλλον]], [[καρποφυώ]], [[καρπώνης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καρποβάλσαμον]], [[καρποδότης]], [[καρποφορία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρποβλαστώ]], <i>καρποβριθώ</i>, [[καρποδοσία]], [[καρποζιζανιοφόρος]], [[καρποποιητικός]], [[καρποφόρημα]], <i>καρποφόρα</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καρπερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καρποκτησία</i>. (Β' συνθετικό) [[αγλαόκαρπος]], [[άκαρπος]], [[ακρόκαρπος]], [[γλυκύκαρπος]], [[δίκαρπος]], [[επίκαρπος]], [[εύκαρπος]], [[καλλίκαρπος]], [[λεπτόκαρπος]], [[μεγαλόκαρπος]], [[μικρόκαρπος]], [[ολιγόκαρπος]], [[ολόκαρπος]], [[πικρόκαρπος]], [[πυκνόκαρπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αείκαρπος]], [[αμφίκαρπος]], [[αριστόκαρπος]], <i>αυτόκαρπος</i>, [[βαθύκαρπος]], [[βραδύκαρπος]], [[γυμνόκαρπος]], [[εγκάρπιος]], [[έγκαρπος]], <i>ελλοβόκαρπος</i>, [[εμπεδόκαρπος]], [[εξώκαρπος]], [[επετειόκαρπος]], <i>επικάρπιος</i>, [[επιφυλλόκαρπος]], [[ετερόκαρπος]], [[ηδύκαρπος]], [[κατάκαρπος]], [[κλυτόκαρπος]], [[κωνόκαρπος]], [[λευκόκαρπος]], [[μελάγκαρπος]], [[μυριόκαρπος]], [[ξηρόκαρπος]], <i>ομφακόκαρπος</i>, [[ομφαλόκαρπος]], <i>οπισθόκαρπος</i>, [[οψίκαρπος]], [[πάγκαρπος]], [[πλαγιόκαρπος]], [[πλατύκαρπος]], [[πρωΐκαρπος]], [[πρωτόκαρπος]], [[στελεχόκαρπος]], [[τελεσίκαρπος]], <i>τερίκαρπος</i>, [[τρίκαρπος]], [[υπόκαρπος]], [[φερέκαρπος]], [[φθινόκαρπος]], [[χλοόκαρπος]], [[χρηστόκαρπος]], [[χρυσεόκαρπος]], [[χρυσόκαρπος]], [[ωλεσίκαρπος]], [[ωραιόκαρπος]], [[ωριόκαρπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αδρόκαρπος</i>, [[ακανθόκαρπος]], [[αμυγδαλόκαρπος]], <i>γλυκόκαρπος</i>, [[ελαιόκαρπος]], [[ενδόκαρπος]], [[μονόκαρπος]], <i>ξινόκαρπος</i>, [[πολύκαρπος]], [[πρινόκαρπος]], [[ριζόκαρπος]], [[σταφιδόκαρπος]], <i>χαμόκαρπος</i>].<br /><b>(II)</b><br />ο (AM [[καρπός]])<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] του χεριού [[ανάμεσα]] στο [[αντιβράχιο]] και στο [[μετακάρπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίζεται από συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>rp</i>- της ΙΕ ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>erp</i>- «[[στριφογυρίζω]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>hweorfan</i> «κατευθύνομαι, [[ταξιδεύω]], αρχ. άνω γερμ. <i>hwerban</i>, <i>hwerfan</i> «στρέφομαι, [[ταξιδεύω]]», νέο άνω γερμ. «[[επιδιώκω]] να». Η [[αντιπροσώπευση]] της συνεσταλμένης βαθμίδας <i>k</i><sup>w</sup><i>rp</i>- στην Ελληνική θα μάς έδινε τύπο <i>κFαρπός</i>. Ο τ. <i>κFαρπός</i> > [[καρπός]], με [[αντιπροσώπευση]] του <i>kF</i>-(<i>k</i><sup>w</sup>) ως <i>κ</i> [[αντί]] <i>π</i>- ανομοιωτικά (δηλ. <i>κFαρπός</i> > <i>παρπός</i> > [[καρπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καπνός]], [[κόλπος]]). Κατά μία [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία όμως δεν φαίνεται πιθανή, η λ. [[καρπός]] (χεριού) απέδιδε μια μεταφορική [[έννοια]] της λ. [[καρπός]] ([[φρούτο]]) λόγω της ομοιότητας του καρπού του χεριού με τους καρπούς ορισμένων δέντρων (λ.χ. του κυπαρισσιού). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά και με τη [[μορφή]] -<i>κάρπιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καρπίζω]], [[καρπωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρπιαίος]], [[καρπικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καρπόδεσμα]], <i>καρποδέσμια</i>, [[καρπόδεσμος]]. (Β' συνθετικό)<br />[[μετακάρπιο]](ν), <i>υποκάρπιο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποκάρπιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |