Anonymous

ὑποδεής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδεής:''' -ές ([[δέομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, κάπως [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], [[κατώτερος]]· [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων</i>, με πόρους [[πολύ]] κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-εστέρως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑποδεής:''' -ές ([[δέομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, κάπως [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], [[κατώτερος]]· [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων</i>, με πόρους [[πολύ]] κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-εστέρως</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-δεής, ές [[δέομαι]]<br />[[somewhat]] [[deficient]], [[inferior]]; [[mostly]] in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with [[resources]] [[much]] [[inferior]], Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.
}}
}}