3,274,216
edits
(38) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. [[στείρη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ισχυρή χαλύβδινη [[δοκός]] ή χαλύβδινο [[κατασκεύασμα]] που υψώνεται κατακόρυφα από την [[τρόπιδα]] του σκάφους στο πρωραίο [[άκρο]] του και [[πάνω]] στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα της εξωτερικής επένδυσης του πλοίου, κν. [[κοράκι]] (α. «κατακόρυφη [[στείρα]]» β. «ευθύγραμμη [[στείρα]]» γ. «καμπυλωμένη [[στείρα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[τρόπιδα]] του πλοίου και [[μάλιστα]] το [[μέρος]] που διασχίζει τα κύματα<br /><b>αρχ.</b><br />εσφ. γρφ. του [[σπείρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στερ</i>-<i>jα</i>, <b>πρβλ.</b> [[πρῷρα]]), με [[τεχνική]] σημ., ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>ster</i>- τoύ [[στερεός]] (<b>βλ. λ.</b> [[στερεός]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. [[στείρη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ισχυρή χαλύβδινη [[δοκός]] ή χαλύβδινο [[κατασκεύασμα]] που υψώνεται κατακόρυφα από την [[τρόπιδα]] του σκάφους στο πρωραίο [[άκρο]] του και [[πάνω]] στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα της εξωτερικής επένδυσης του πλοίου, κν. [[κοράκι]] (α. «κατακόρυφη [[στείρα]]» β. «ευθύγραμμη [[στείρα]]» γ. «καμπυλωμένη [[στείρα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[τρόπιδα]] του πλοίου και [[μάλιστα]] το [[μέρος]] που διασχίζει τα κύματα<br /><b>αρχ.</b><br />εσφ. γρφ. του [[σπείρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στερ</i>-<i>jα</i>, <b>πρβλ.</b> [[πρῷρα]]), με [[τεχνική]] σημ., ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>ster</i>- τoύ [[στερεός]] (<b>βλ. λ.</b> [[στερεός]])].<br /> <b>(II)</b><br />και στεῑρος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που δεν έχει [[ακόμη]] αποκτήσει [[παιδιά]], η [[παρθένος]]<br /><b>2.</b> αυτή που έχει περάσει [[πλέον]] την [[ηλικία]] της αναπαραγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στερ</i>- <i>jα</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ster</i>- «[[άγονος]], [[στείρος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στερεός]]) και συνδέεται με τα αρμεν. <i>sterj</i> «[[στείρα]]», αρχ. ινδ. <i>starĩ</i>- και με [[επίθημα]] -<i>lis</i>, το λατ. <i>sterilis</i>. Από το θηλ. [[στεῖρα]] σχηματίστηκε υποχωρητικά το επίθ. [[στείρος]], -<i>α</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>). Ο αρχ. τ., [[τέλος]], του θηλ. [[στεῖρος]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} |