Anonymous

διάλειμμα: Difference between revisions

From LSJ
1a
(nl)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάλειμμα -ατος, τό [διαλείπω] tussenruimte, ook van tijd:. ἐκ διαλειμμάτων met tussenpozen Plut. Per. 7.7.
|elnltext=διάλειμμα -ατος, τό [διαλείπω] tussenruimte, ook van tijd:. ἐκ διαλειμμάτων met tussenpozen Plut. Per. 7.7.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάλειμμα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαλείπω]]<br />an [[interval]], Plat.; ἐκ διαλειμμάτων at intervals, Plut.
}}
}}