3,274,216
edits
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθύωρος:''' -ον, αυτός που έχει [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]· ουδ. <i>εὐθύωρον</i> ως επίρρ., = [[εὐθύς]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''εὐθύωρος:''' -ον, αυτός που έχει [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]· ουδ. <i>εὐθύωρον</i> ως επίρρ., = [[εὐθύς]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />in a [[straight]] [[direction]]: in neut. εὐθύωρον as adv. = [[εὐθύς]], Xen. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |