Anonymous

ὑποστατός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστᾰτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ὑφίσταμαι</i>, [[ανθεκτικός]] ή [[υποφερτός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑποστᾰτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ὑφίσταμαι</i>, [[ανθεκτικός]] ή [[υποφερτός]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]<br />to be borne or endured, Eur.
}}
}}