Anonymous

βλεπτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βλέπω]], πρέπει [[κάποιος]] να κοιτάξει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''βλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βλέπω]], πρέπει [[κάποιος]] να κοιτάξει, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλεπτέον]], adj. verb. van [[βλέπω]], men moet kijken.
}}
}}