Anonymous

φαντασία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[φαντασία]].———————— η, ΝΜΑ, και [[φαντασία]] Ν [[φαντάζω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] αναπαράστασης με τον νου πραγμάτων ή γεγονότων<br /><b>2.</b> [[ψευδής]] [[παράσταση]], ασύστατη [[ιδέα]] που δημιουργείται μόνον στον νου, [[χωρίς]] [[καμιά]] [[αντιστοιχία]] με την [[πραγματικότητα]], φανταστικό [[πλάσμα]], [[φάντασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ψυχική [[λειτουργία]] με την οποία ο [[άνθρωπος]] μπορεί να ανακαλέσει στο [[παρόν]], με την [[μορφή]] νοητικών εικόνων, αντικείμενα ή γεγονότα γνωστά από μια προγενέστερη [[εμπειρία]], νοερή [[ανάπλαση]] μιας προγενέστερης εικόνας, μιας προγενέστερης παράστασης, μιας προγενέστερης εμπειρίας<br />β) [[λειτουργία]] με την οποία ο [[νους]] «πλάθει» και παριστά, υπό [[μορφή]] συγκεκριμένη, πράγματα, όντα, καταστάσεις για τα οποία δεν έχει άμεση [[εμπειρία]]<br />γ) η [[ικανότητα]] επεξεργασίας νέων εικόνων και εννοιών σε έναν οποιονδήποτε τομέα της πνευματικής δραστηριότητας, η [[ικανότητα]] εύρεσης πρωτότυπων λύσεων σε θεωρητικά ή πρακτικά προβλήματα, [[επινόηση]], [[ικανότητα]] επινόησης<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] ελεύθερης μορφής και έμπνευσης, που προορίζεται [[συνήθως]] για ενόργανη [[σόλο]] [[εκτέλεση]]<br /><b>3.</b> η [[ιδιότητα]] του φαντασμένου, [[μεγαλαυχία]], ψευτοπερηφάνια, [[έπαρση]] («[[είναι]] όλος [[φαντασία]], λες και έγινε [[κάτι]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «νοσηρή [ή αρρωστημένη] [[φαντασία]]» — [[φαντασία]] με την οποία πλάθονται απίθανα και παράδοξα πράγματα<br />β) «εξημμένη [[φαντασία]]» — [[φαντασία]] με την οποία μεγαλοποιούνται πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερική όψη ενός προσώπου ή πράγματος («τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φαντασίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πραγμάτωση]] («συναύξειν τὴν φαντασίαν [τῆς νίκης]», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[επίδειξη]]<br />γ) καλή [[φήμη]], [[γόητρο]]<br />δ) [[πλάνη]], [[απάτη]].
|mltxt=η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[φαντασία]].<br />η, ΝΜΑ, και [[φαντασία]] Ν [[φαντάζω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] αναπαράστασης με τον νου πραγμάτων ή γεγονότων<br /><b>2.</b> [[ψευδής]] [[παράσταση]], ασύστατη [[ιδέα]] που δημιουργείται μόνον στον νου, [[χωρίς]] [[καμιά]] [[αντιστοιχία]] με την [[πραγματικότητα]], φανταστικό [[πλάσμα]], [[φάντασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ψυχική [[λειτουργία]] με την οποία ο [[άνθρωπος]] μπορεί να ανακαλέσει στο [[παρόν]], με την [[μορφή]] νοητικών εικόνων, αντικείμενα ή γεγονότα γνωστά από μια προγενέστερη [[εμπειρία]], νοερή [[ανάπλαση]] μιας προγενέστερης εικόνας, μιας προγενέστερης παράστασης, μιας προγενέστερης εμπειρίας<br />β) [[λειτουργία]] με την οποία ο [[νους]] «πλάθει» και παριστά, υπό [[μορφή]] συγκεκριμένη, πράγματα, όντα, καταστάσεις για τα οποία δεν έχει άμεση [[εμπειρία]]<br />γ) η [[ικανότητα]] επεξεργασίας νέων εικόνων και εννοιών σε έναν οποιονδήποτε τομέα της πνευματικής δραστηριότητας, η [[ικανότητα]] εύρεσης πρωτότυπων λύσεων σε θεωρητικά ή πρακτικά προβλήματα, [[επινόηση]], [[ικανότητα]] επινόησης<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] ελεύθερης μορφής και έμπνευσης, που προορίζεται [[συνήθως]] για ενόργανη [[σόλο]] [[εκτέλεση]]<br /><b>3.</b> η [[ιδιότητα]] του φαντασμένου, [[μεγαλαυχία]], ψευτοπερηφάνια, [[έπαρση]] («[[είναι]] όλος [[φαντασία]], λες και έγινε [[κάτι]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «νοσηρή [ή αρρωστημένη] [[φαντασία]]» — [[φαντασία]] με την οποία πλάθονται απίθανα και παράδοξα πράγματα<br />β) «εξημμένη [[φαντασία]]» — [[φαντασία]] με την οποία μεγαλοποιούνται πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερική όψη ενός προσώπου ή πράγματος («τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φαντασίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πραγμάτωση]] («συναύξειν τὴν φαντασίαν [τῆς νίκης]», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[επίδειξη]]<br />γ) καλή [[φήμη]], [[γόητρο]]<br />δ) [[πλάνη]], [[απάτη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm