3,274,408
edits
(1b) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[πουλύς]], πουλύ και ιων. τ. [[πολλός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για αριθμό και [[συχνά]] με ονόματα τα οποία δηλώνουν την [[έννοια]] του πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] (α. «συγκεντρώθηκε [[πολύς]] [[λαός]] για να τον ακούσει» β. «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, αλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ», παροιμ. φρ.<br />γ. «[[μήτε]] [[τριήκοντα]] ἐτέων πολλὰ ἀπολείπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλο βαθμό, με [[μεγάλη]] [[δύναμη]] ή [[ένταση]], [[ισχυρός]] (α. «πολλή [[μαυρίλα]] πλάκωσε μαύρη σαν [[καλιακούδα]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[πολύς]] [[αέρας]]» γ. «πολλή [[ζέστη]]» δ. «πολλή [[ἀλογία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χώρο, [[τόπο]], [[έκταση]]) [[μεγάλος]], [[εκτεταμένος]] (α. «ο [[πολύς]] [[τόπος]] [[πάει]] [[χαμένος]]» β. «[[χῶρος]] πλατὺς καὶ [[πολλός]] ἐστι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[μεγάλης]] διάρκειας, [[μακρός]] (α. «[[πάει]] [[πολύς]] [[καιρός]] από [[τότε]] που τον είδα για τελευταία [[φορά]]» β. «πολὺν χρόνον ἐνθάδ' ἐόντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. με ή [[χωρίς]] το αρθρ. ως ουσ.) (<i>οι</i>) <i>πολλοί</i><br />α) οι περισσότεροι<br />β) ο [[κοινός]] [[λαός]], το ανώνυμο [[πλήθος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. με αρθρ. και με επιρρμ. σημ.) <i>το πολύ</i><br />(με ποσοτ. σημ.) στο μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. στον εν. ή και στον πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύ</i> και [[πολλά]] και <i>πολλόν</i><br />α) <b>(ποσοτ.)</b> [[πάρα]] πολύ, υπέρμετρα<br />β) <b>τοπ.</b> σε μεγάλο βαθμό («απ' εδώ [[είναι]] πολύ συντομότερα»)<br />γ) <b>χρον.</b> για μακρό χρόνο, για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />δ) συντάσσεται με επίθ. και επιρρ. θετικού συγκριτικού βαθμού προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους (α. «πολύ ωραία, [[κοπέλα]]» β. «κάθεται πολύ [[κοντά]]»)<br />ε) συντάσσεται με επίθ. και επιρρ. συγκριτικού βαθμού [[επίσης]] για [[επίταση]] της σημασίας τους (α. «νοιάζεται για μένα πολύ περισσότερο» β. «σοὶ τὸ [[γέρας]] πολὺ μεῖζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «πολλού γε και δει» — [[κάθε]] [[άλλο]]<br />β) «προ πολλού» — [[πριν]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />γ) «μετ' ου πολύ» — σε λίγο, [[σύντομα]]<br />δ) «επί πολύ» — επί μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />ε) «πολλώ [[μάλλον]]» — πολύ περισσότερο<br />στ) «ως επί το πολύ» και «ως επί το πλείστον» ή «ὡς τὰ [[πολλά]]»<br />i) [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]], [[κατά]] τον μεγαλύτερο βαθμό<br />ii) [[συνήθως]], τις περισσότερες φορές<br />ζ) «[[κατά]] πολύ» — σε μεγάλο βαθμό, [[λίαν]]<br />η) «έχω [[περί]] πολλού κάποιον ή [[κάτι]]» ή «[[περί]] πολλού ποιούμαι τι» — έχω σε [[μεγάλη]] [[εκτίμηση]] ή [[υπόληψη]] κάποιον ή [[κάτι]], [[εκτιμώ]] πολύ κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. με αρθρ.) | |mltxt=πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[πουλύς]], πουλύ και ιων. τ. [[πολλός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για αριθμό και [[συχνά]] με ονόματα τα οποία δηλώνουν την [[έννοια]] του πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] (α. «συγκεντρώθηκε [[πολύς]] [[λαός]] για να τον ακούσει» β. «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, αλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ», παροιμ. φρ.<br />γ. «[[μήτε]] [[τριήκοντα]] ἐτέων πολλὰ ἀπολείπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλο βαθμό, με [[μεγάλη]] [[δύναμη]] ή [[ένταση]], [[ισχυρός]] (α. «πολλή [[μαυρίλα]] πλάκωσε μαύρη σαν [[καλιακούδα]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[πολύς]] [[αέρας]]» γ. «πολλή [[ζέστη]]» δ. «πολλή [[ἀλογία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χώρο, [[τόπο]], [[έκταση]]) [[μεγάλος]], [[εκτεταμένος]] (α. «ο [[πολύς]] [[τόπος]] [[πάει]] [[χαμένος]]» β. «[[χῶρος]] πλατὺς καὶ [[πολλός]] ἐστι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[μεγάλης]] διάρκειας, [[μακρός]] (α. «[[πάει]] [[πολύς]] [[καιρός]] από [[τότε]] που τον είδα για τελευταία [[φορά]]» β. «πολὺν χρόνον ἐνθάδ' ἐόντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. με ή [[χωρίς]] το αρθρ. ως ουσ.) (<i>οι</i>) <i>πολλοί</i><br />α) οι περισσότεροι<br />β) ο [[κοινός]] [[λαός]], το ανώνυμο [[πλήθος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. με αρθρ. και με επιρρμ. σημ.) <i>το πολύ</i><br />(με ποσοτ. σημ.) στο μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. στον εν. ή και στον πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύ</i> και [[πολλά]] και <i>πολλόν</i><br />α) <b>(ποσοτ.)</b> [[πάρα]] πολύ, υπέρμετρα<br />β) <b>τοπ.</b> σε μεγάλο βαθμό («απ' εδώ [[είναι]] πολύ συντομότερα»)<br />γ) <b>χρον.</b> για μακρό χρόνο, για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />δ) συντάσσεται με επίθ. και επιρρ. θετικού συγκριτικού βαθμού προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους (α. «πολύ ωραία, [[κοπέλα]]» β. «κάθεται πολύ [[κοντά]]»)<br />ε) συντάσσεται με επίθ. και επιρρ. συγκριτικού βαθμού [[επίσης]] για [[επίταση]] της σημασίας τους (α. «νοιάζεται για μένα πολύ περισσότερο» β. «σοὶ τὸ [[γέρας]] πολὺ μεῖζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «πολλού γε και δει» — [[κάθε]] [[άλλο]]<br />β) «προ πολλού» — [[πριν]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />γ) «μετ' ου πολύ» — σε λίγο, [[σύντομα]]<br />δ) «επί πολύ» — επί μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />ε) «πολλώ [[μάλλον]]» — πολύ περισσότερο<br />στ) «ως επί το πολύ» και «ως επί το πλείστον» ή «ὡς τὰ [[πολλά]]»<br />i) [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]], [[κατά]] τον μεγαλύτερο βαθμό<br />ii) [[συνήθως]], τις περισσότερες φορές<br />ζ) «[[κατά]] πολύ» — σε μεγάλο βαθμό, [[λίαν]]<br />η) «έχω [[περί]] πολλού κάποιον ή [[κάτι]]» ή «[[περί]] πολλού ποιούμαι τι» — έχω σε [[μεγάλη]] [[εκτίμηση]] ή [[υπόληψη]] κάποιον ή [[κάτι]], [[εκτιμώ]] πολύ κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. με αρθρ.) ο [[πολύς]]<br />i) (με θετ. σημ.) ο [[ονομαστός]], ο [[διαπρεπής]] («ο [[πολύς]] Φώτιος»)<br />ii) (με αρνητ. σημ.) ο [[διαβόητος]] («ο [[πολύς]] Ντενκτάς»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>το πολύ</i><br />το [[πέρα]] από το [[μέτρο]], το υπερβολικό, το περιττό («το πολύ της θλίψης γεννά [[παραφροσύνη]]», παροιμ. φρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτό [[πάει]] πολύ» ή «αυτό [[είναι]] [[πάρα]] πολύ» — αυτό υπερβαίνει τα όρια του ανεκτού<br />β) «πολύ που...» — [[καθόλου]] δεν... («πολύ που σκοτίζομαι!») γ) «λίγο - πολύ» — [[περίπου]]<br />δ) «[[μετά]] από πολύ» και «ύστερα από πολύ» — [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]], ή τοπικό, [[διάστημα]]<br />ε) «[[πολύς]] [[λόγος]] γίνεται» — σχολιάζεται ευρύτατα, λέγεται από πολλούς<br />στ) «το πολύ (πολύ)»<br />i) στη χειρότερη [[περίπτωση]] («το πολύ - πολύ να με δείρει»)<br />ii) το αργότερο (το πολύ σε μία ώρα θα επιστρέψω»)<br />iii) [[κατά]] το ανώτατο όριο («το πολύ - πολύ να [[είναι]] [[τριαντάρης]]»)<br />ζ) «έγινε [ή [[είναι]]] [[μέγας]] και [[πολύς]]» — απέκτησε [[δύναμη]] και [[δόξα]], έγινε [[πλούσιος]] και [[επιφανής]]<br />η) «ο [[νους]] του κατεβάζει [[πολλά]]» — [[είναι]] πολύ [[επινοητικός]], [[είναι]] εφευρετικό [[μυαλό]]<br />θ) «[[πολλά]] και διάφορα» — [[κάθε]] είδους, ποικίλα πράγματα<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει» και «πολλοί μαγέροι χαλούν το φαΐ» — λέγεται για να δηλωθεί ότι [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει ενιαία [[διεύθυνση]] και [[κατεύθυνση]] κανένα [[έργο]] δεν ευοδώνεται<br />β) «όπου φτύνουν πολλοί, [[πηγάδι]] γίνεται» — δηλώνει ότι ο [[συντονισμός]] τών ενεργειών, η από κοινού [[προσπάθεια]] ενός συνόλου φέρνει [[πάντοτε]] [[αποτέλεσμα]]<br />γ) «οι πολλοί πήραν την Πόλη» — δηλώνει ότι ο [[κατά]] πολύ [[υπέρτερος]] αριθμητικά επικρατεί<br />δ) «όποιος έχει πολύ [[πιπέρι]] βάζει και στα λάχανα» — λέγεται για εκείνους που έχουν τη [[δυνατότητα]] να ξοδεύουν χρήματα [[ακόμη]] και για περιττά πράγματα<br />ε) «όποιος γυρεύει τα [[πολλά]] χάνει και τα [[λίγα]]» — δηλώνει ότι η [[απληστία]] επιφέρει την [[απώλεια]] και τών όσων ήδη έχουν αποκτηθεί<br />στ) «το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο [[παπάς]]» — λέγεται για [[κάτι]] που επαναλαμβάνεται και γίνεται ανιαρό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατά]] [[πολλά]]» — υπέρμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που έχει πολλές μορφές, [[πολύμορφος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) ο [[μεγάλης]] αξίας, [[μεγάλης]] σπουδαιότητας, [[σημαντικός]] («πολλῶν [[ἄξιος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πράγμ. και σπαν. για πρόσ.) [[ισχυρός]], [[δυνατός]], σημαίνων (α. «[[μέγας]] καὶ πολλὸς ἐγένετο», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «Ἐτεοκλῆς ἂν εἶς πολὺς ὑμνεῖτο», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «ῥώμην σώματος [[πολύς]]», Δίον. Αλ.<br />δ. «ὡς πολὺς ἔπνει καὶ [[λαμπρός]]» — φυσούσε [[δυνατός]] και [[δροσερός]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> επαναλαμβανόμενος («περὶ σὲ ὁ [[λόγος]] ἀπῖκται [[πουλύς]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ. και η γεν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>πολλῷ</i> και <i>πολλοῦ</i><br />α) υπέρμετρα<br />β) πολλές φορές<br />γ) χρησιμοποιείται ως επιτατικό της σημασίας ρημάτων που δηλώνουν, [[παράκληση]], [[διαταγή]] κ.λπ.<br /><b>6.</b> (το αρσ. και το θηλ. με άρθρ.) α) ὁ [[πολύς]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) β) [[κοινός]] [[άνθρωπος]]<br />γ) ὁ [[πολλός]] και ἡ <i>πολλή</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) ο εντελώς [[γνωστός]] («ὡς ὁ πολλὸς [[λόγος]]» — η [[κοινή]] [[φήμη]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολλόν</i><br />τα πλήθη<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά [[πολλά]]<br />α) τα περισσότερα<br />β) (στον Όμηρο) τα μεγάλα πλούτη<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)<br />στο μεγαλύτερο [[μέρος]] ή στον μεγαλύτερο βαθμό, [[κυρίως]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολλά]] [[πράσσω]]» — [[ασχολούμαι]] με [[πολλά]] πράγματα, [[είμαι]] [[πολυπράγμων]]<br />β) «ὁ πολὺς [[βίοτος]]» — το καλύτερο [[μέρος]] του ανθρώπινου βίου<br />γ) «τὰ πολλὰ [[πάντα]]» — τα περισσότερα<br />δ) «oἱ πολλοὶ ἅπαντες» — [[σχεδόν]] όλοι<br />ε) «ἐπὶ πολλῷ» — σε [[μεγάλη]] [[τιμή]]<br />στ) «πολύ ἔστι τι» — έχει [[μεγάλη]] [[σπουδαιότητα]], αξίζει πολύ<br />ζ) «διὰ πολλοῦ» — σε μεγάλο [[χρονικό]] ή τοπικό [[διάστημα]]<br />η) «ἐπὶ πολύ» — σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μακριά]]<br />θ) «ἐκ πολλοῦ» — από [[μεγάλη]] [[απόσταση]], από [[μακριά]]<br />ι) «εἰς πολύ» — για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />ια) «ὡς ἐπὶ πολύ» — γενικά<br />ιβ) «παρὰ πολύ» — από [[μακριά]]<br />ιγ) «πολὺ [[βούλομαι]]» — [[προτιμώ]]<br />ιδ) «πολύ γε;»<br />(σε απαντήσεις) βεβαιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πολύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pl</i><i>ē</i>-/<i>pel</i><i>ә</i><sub>1</sub>- «[[πληρώ]], [[γεμίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πίμπλημι]], [[πλείων]], [[πλήμνη]]) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>puru</i>-, αρχ. ιρλδ. <i>il</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>filu</i>. To επίθ. [[πολύς]] εμφανίζει στην [[κλίση]] του αθέματη [[μορφή]] (γεν. εν. <i>πολέος</i>, αιτ. εν. <i>πολύν</i>, ονομ. πληθ. [[πολέες]], γεν. πληθ. <i>πολέων</i>, αιτ. πληθ. <i>πολέας</i>) [[αλλά]] και θεματική: [[πολλός]], <i>πολλή</i>, <i>πολλόν</i> (γεν. <i>πολλοῦ</i>). Η [[προέλευση]] [[ωστόσο]] τόσο του θέματος <i>πολλο</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[πολλότης]], [[πολλοστός]]) όσο και του θέματος <i>πολλᾱ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πολλα</i>-[[πλάσιος]], [[πολλά]]-<i>κις</i>) με διπλό [[σύμφωνο]] [[είναι]] δυσερμήνευτη. Πρόκειται πιθ. για θέματα που σχηματίστηκαν με συλλαβική [[ανομοίωση]] από τα αμάρτυρα <i>πολυ</i>-<i>λο</i>- και <i>πολυ</i>-<i>λα</i>-, τα οποία εμφανίζουν [[παρέκταση]] -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>μεγα</i>-<i>λο</i>- και <i>μεγα</i>-<i>λᾱ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[μέγας]]). Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το λατ. <i>polleo</i> [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πολλάκις]], [[πολλαχόθεν]], [[πολλαχού]], [[πολλαχώς]], [[πολλοστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολλαχῇ]], [[πολλαχόθι]], [[πολλαχόσε]], [[πολλότης]], [[πολλύνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό <i>πολλο</i>-)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολλοδεκάκις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πολλοποιός]]. (Α' συνθετικό <i>πολλα</i>-) [[πολλαπλάσιος]], [[πολλαπλούς]]. (Για συνθ. με α' συνθετικό <i>πολύ</i>- <b>βλ. λ.</b> <i>πολύ</i>-). (Β' συνθετικό)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>υπέρπολυς</i><br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[πάμπολυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |