3,277,119
edits
(10) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) | |mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]]. | ||
}} | }} |