3,274,408
edits
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψιλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[φαλακρός]]<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[άδενδρος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ψιλά]] σύμφωνα»<br /><b>γραμμ.</b> τα άηχα [[κλειστά]] σύμφωνα <i>κ</i>, <i>π</i>, <i>τ</i>, [[κατά]] την [[εκφώνηση]] τών οποίων η [[γλωττίδα]] παραμένει κλειστή και δεν ακολουθεί [[εκπνοή]] αέρα, αλλ. μη [[δασέα]] σύμφωνα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πάχος]] ή μικρή διάμετρο, [[λεπτός]], [[φτενός]] (α. «ψιλό ύφασμα» β. «[[ψιλή]] [[κλωστή]]» γ. «[[ψιλός]] [[σωλήνας]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[οξύς]], [[διαπεραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ψιλή]]<br /><b>γραμμ.</b> (παλαιότερα) το ένα από τα δύο πνεύματα της ελληνικής [[γραφής]], όμοιο με [[κόμμα]], που σημειωνόταν [[πάνω]] από το αρχικό [[φωνήεν]] λέξεων και δήλωνε ανεπαίσθητη [[παρουσία]] ή πλήρη [[απουσία]] εκπνοής αέρα [[κατά]] την [[προφορά]] του<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ψιλό</i><br />το [[ούρο]], το [[κατούρημα]] («[[θέλω]] να κανω το ψιλό μου»)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ή, -ό / [[ψιλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[φαλακρός]]<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[άδενδρος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ψιλά]] σύμφωνα»<br /><b>γραμμ.</b> τα άηχα [[κλειστά]] σύμφωνα <i>κ</i>, <i>π</i>, <i>τ</i>, [[κατά]] την [[εκφώνηση]] τών οποίων η [[γλωττίδα]] παραμένει κλειστή και δεν ακολουθεί [[εκπνοή]] αέρα, αλλ. μη [[δασέα]] σύμφωνα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πάχος]] ή μικρή διάμετρο, [[λεπτός]], [[φτενός]] (α. «ψιλό ύφασμα» β. «[[ψιλή]] [[κλωστή]]» γ. «[[ψιλός]] [[σωλήνας]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[οξύς]], [[διαπεραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ψιλή]]<br /><b>γραμμ.</b> (παλαιότερα) το ένα από τα δύο πνεύματα της ελληνικής [[γραφής]], όμοιο με [[κόμμα]], που σημειωνόταν [[πάνω]] από το αρχικό [[φωνήεν]] λέξεων και δήλωνε ανεπαίσθητη [[παρουσία]] ή πλήρη [[απουσία]] εκπνοής αέρα [[κατά]] την [[προφορά]] του<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ψιλό</i><br />το [[ούρο]], το [[κατούρημα]] («[[θέλω]] να κανω το ψιλό μου»)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ψιλά]]<br />α) νομίσματα μικρής αξίας, κέρματα<br />β) (γενικά) χρήματα, παράδες<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[αυτά [[είναι]]] [[ψιλά]] γράμματα»<br /><b>μτφ.</b> i) πράγματα δύσκολα στην [[κατανόηση]] ή εκμάθησή τους<br />ii) ασήμαντες λεπτομέρειες<br />β) «[[κάνω]] [[ψιλά]]» — [[αλλάζω]] [[χαρτονόμισμα]] [[μεγάλης]] αξίας με άλλα περισσότερα, μικρότερης το καθένα, [[αλλά]] ίσης συνολικής αξίας με εκείνο<br />γ) «περνά [ή πέρασε] στα [[ψιλά]]»<br />(για [[είδηση]] ή [[γεγονός]]) δεν του δόθηκε η πρέπουσα [[αξία]] και [[σημασία]], υποτιμήθηκε<br />δ) «ψιλῴ [[ονόματι]]»<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[απλώς]] κατ' όνομα, [[χωρίς]] ουσιαστική [[δύναμη]] ή [[εξουσία]]<br />ε) «[[ψιλή]] [[κυριότητα]]»<br />(αστ. δίκ.) η [[κυριότητα]] από την οποία έχει αφαιρεθεί η [[επικαρπία]], η [[χρήση]] και [[κάρπωση]] του πράγματος, αλλ. γυμνή [[κυριότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την πλήρη [[κυριότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) [[άτριχος]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) [[άπτερος]]<br /><b>3.</b> (για τάπητα) ο [[χωρίς]] [[πέλος]] («ψιλαὶ δὲ περσικαὶ τὴν ἀνὰ [[μέσον]] τῶν ποδῶν χώραν ἐκάλυπτον», Καλλίξ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γυμνός]] («ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> στερημένος ή χωρισμένος από [[κάτι]]<br /><b>6.</b> απογυμνωμένος από τα εξαρτήματά του<br /><b>7.</b> <b>στρ.</b> α) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br />β) [[άοπλος]]<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απροστάτευτος]], [[ανυπεράσπιστος]]<br /><b>8.</b> (για λόγο) ο μη [[έμμετρος]], [[πεζός]] («λόγους ψιλοὺς εἰς [[μέτρα]] τιθέντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[ποίηση]]) ο [[χωρίς]] [[μουσική]], [[χωρίς]] [[μέλος]]<br /><b>10.</b> (για μουσ.) αυτός που εκτελείται μόνον από μουσικά όργανα [[χωρίς]] να συνοδεύεται από [[τραγούδι]], [[ενόργανος]]<br /><b>11.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[φωνήεν]]) αυτός που φέρει [[ψιλή]], ψιλό [[πνεύμα]]<br /><b>12.</b> [[απλός]], [[μονός]]<br /><b>13.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ψιλοί</i><br /><b>στρ.</b> [[ελαφρά]] οπλισμένοι στρατιώτες, όπως ήταν οι τοξότες, αλλ. γυμνοί ή γυμνῆται («τούτων δὲ τοὺς πεντακισχιλίους ἐόντας Σπαρτιήτας ἐφύλασσον ψιλοὶ τῶν εἱλώτων [[πεντακισχίλιοι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψιλόν</i><br /><b>στρ.</b> [[ελαφρά]] οπλισμένο [[στράτευμα]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «ψιλὴ [[γεωργία]]» — η [[καλλιέργεια]] της γης με [[σιτάρι]] και, γενικά, με [[δημητριακά]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ψιλὴ γῆ» — μη φυτευμένη, άδενδρη γη <b>(Λυσ.)</b><br />γ) «ψιλὸς [[θρίδαξ]]» — [[μαρούλι]] του οποίου τα [[πλάγια]] φύλλα έχουν κοπεί (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «ψιλὴ [[μάχαιρα]]» — [[μαχαίρι]] [[χωρίς]] [[θήκη]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «ψιλὴ [[θάλασσα]]» — μόνον [[θάλασσα]], [[χωρίς]] [[τίποτε]] [[άλλο]] (<b>Αριστείδ.</b>)<br />στ) «ψιλὴ [[κεφαλή]]»<br /><b>στρ.</b> [[κεφάλι]] [[χωρίς]] [[περικεφαλαία]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ζ) «ψιλὸς [[ἵππος]]»<br /><b>στρ.</b> [[άλογο]] [[χωρίς]] την αναγκαία [[σκευή]] (<b>Ξεν.</b>)<br />η) «ψιλὸς [[λόγος]]» — [[λόγος]] που αποτελεί απλό ισχυρισμό, που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις (<b>Δημοσθ.</b>)<br />θ) «ψιλοὶ λόγοι» — διαλεκτικές αφηρημένες έννοιες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ι) «ψιλὴ [[φωνή]]» — ο [[απλός]] [[ήχος]] της ανθρώπινης φωνής (Δίον. Αλ.)<br />ια) «ψιλῷ λόγῳ» — [[προφορικά]] <b>(Ευσ.)</b><br />ιβ) «ψιλὸς [[αὐλητής]]» — [[αυλητής]] που παίζει αυλό [[χωρίς]] να τραγουδάει<br />ιγ) «ψιλὴ ἀριθμητική» — η αριθμητική, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[γεωμετρία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ιδ) «ψιλὸν [[ὕδωρ]]» — [[νερό]] σκέτο, [[χωρίς]] [[κρασί]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />ιε) «ψιλοὶ ἄνδρες» — άνδρες [[χωρίς]] γυναίκες <b>(Αντίπ.)</b><br />ιστ) «ψιλαὶ Περσικαί» — περσικοί τάπητες <b>(Καλλίξ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψιλῶς</i> Α<br />μόνον, [[απλώς]] («[[ἕνεκα]] τοῡ ψιλῶς εἰπεῑν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>ψι</i>-<i>λός</i>, με [[επίθημα]] -<i>λός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψω</i>-<i>λός</i>), συνδέεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], με τη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]». Για τον φωνηεντισμό -<i>ι</i>- του επιθ., που οφείλεται πιθανότατα σε ελληνική [[καινοτομία]], <b>[[πρβλ]].</b> το ρ. <i>ψίω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψιλώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψίλαξ]], [[ψιλής]], [[ψιλίζομαι]], [[ψιλικός]], [[ψιλότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψιλάδα]], [[ψιλαίνω]], [[ψιλούρα]], [[ψιλούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ψιλαγός]], [[ψιλόδορος]], [[ψιλοκέραμος]], [[ψιλοκιθαριστής]], [[ψιλοκόρρης]], [[ψιλόκουρος]], [[ψιλομετρία]], <i>ψιλοποιῶ</i>, [[ψιλόταπις]], [[ψιλοτοπαρχία]], [[ψιλότοπος]], [[ψιλόφυτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ψιλόπλευρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψιλάνθρωπος]], [[ψιλόκερως]], [[ψιλόκρανος]], [[ψιλόμαλλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψιλοστόμαχος]], [[ψιλότσεφλος]], [[ψιλοφαδιάζω]], [[ψιλόφλουδος]], [[ψιλοχάραγος]]. (Για νεοελλ. σύνθ. με α' συνθετικό [[ψιλός]] <b>βλ.</b> [[επίσης]] λ. <i>ψιλό</i>-). (Β' συνθετικό) <i>άψιλος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ακρόψιλος]], [[διάψιλος]], [[οπισθόψιλος]], [[υπόψιλος]], [[φιλόψιλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |