Anonymous

διάκονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(1a)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, (AM [[διάκονος]] και [[διάκων]]<br />Α και ιων. τ. διήκονος) (θηλ. [[διάκονος]], η)<br /><b>1.</b> αυτός που διακονεί, ο [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[πρώτος]] και [[κατώτερος]] [[βαθμός]] της ιερωσύνης στη Χριστιανική Εκκλησία, ο [[διάκος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πέντε]] του διάκου και [[δέκα]] του δεσπότη» — αυτός που επιζητεί την [[προστασία]] του ισχυρού [[πρέπει]] να περιποιείται και τους υπηρέτες του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγελιαφόρος]]<br /><b>2.</b> <i>η [[διάκονος]]<br />η [[διακόνισσα]], η [[νεωκόρος]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εξυπηρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το [[ρήμα]] [[διακονέω]] που θα έπρεπε να [[είναι]] ένα θαμιστικό-επιτατικό μεταρρηματικό παράγωγο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγκονέω</i>), αναγόμενο, ίσως σε αρχικό ρηματικό [[θέμα]] <i>κρη</i>-. Το προρρηματικό <i>δια</i>- εκφράζει τη [[σημασία]] «[[τελείως]]», ενώ η [[μακρότητα]] του <i>α</i> του προθήματος αποδόθηκε στη [[χρήση]] του ως α' συνθετικού σε [[σύνθετα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[διηνεκής]]). Με τη [[σημασία]] του [[διάκονος]] χρησιμοποιήθηκε και ο [[μεταγενέστερος]] [[αθέματος]] τ. [[διάκων]]].
|mltxt=ο, (AM [[διάκονος]] και [[διάκων]]<br />Α και ιων. τ. διήκονος) (θηλ. [[διάκονος]], η)<br /><b>1.</b> αυτός που διακονεί, ο [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[πρώτος]] και [[κατώτερος]] [[βαθμός]] της ιερωσύνης στη Χριστιανική Εκκλησία, ο [[διάκος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πέντε]] του διάκου και [[δέκα]] του δεσπότη» — αυτός που επιζητεί την [[προστασία]] του ισχυρού [[πρέπει]] να περιποιείται και τους υπηρέτες του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγελιαφόρος]]<br /><b>2.</b> η [[διάκονος]]<br />η [[διακόνισσα]], η [[νεωκόρος]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εξυπηρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το [[ρήμα]] [[διακονέω]] που θα έπρεπε να [[είναι]] ένα θαμιστικό-επιτατικό μεταρρηματικό παράγωγο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγκονέω</i>), αναγόμενο, ίσως σε αρχικό ρηματικό [[θέμα]] <i>κρη</i>-. Το προρρηματικό <i>δια</i>- εκφράζει τη [[σημασία]] «[[τελείως]]», ενώ η [[μακρότητα]] του <i>α</i> του προθήματος αποδόθηκε στη [[χρήση]] του ως α' συνθετικού σε [[σύνθετα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[διηνεκής]]). Με τη [[σημασία]] του [[διάκονος]] χρησιμοποιήθηκε και ο [[μεταγενέστερος]] [[αθέματος]] τ. [[διάκων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm