3,274,313
edits
(43) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποβρύχιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α<br />αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού, [[κυρίως]] στη [[θάλασσα]] (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τὴν δ' [[ἄνεμος]] καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / [[ὑποβρύχιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α<br />αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού, [[κυρίως]] στη [[θάλασσα]] (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τὴν δ' [[ἄνεμος]] καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υποβρύχιο]]<br />(ναυτ.-στρ.) [[πλοίο]] [[κυρίως]] πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ατομικό [[υποβρύχιο]]» ή «πυρηνικό [[υποβρύχιο]]»<br />(ναυτ.-στρ.) [[υποβρύχιο]] που κινείται με πυρηνική [[ενέργεια]]<br />β) «[[υποβρύχιο]] [[καλώδιο]]»<br />(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) [[σύνολο]] από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε [[περίβλημα]] και ποντίζονται στον βυθό της θάλασσας με σκοπό τη [[μετάδοση]] σημάτων<br />γ) «υποβρύχια [[δραστηριότητα]]» — [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] που διεξάγεται ή [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού ή στον βυθό, όπως [[είναι]] το [[υποβρύχιο]] [[ψάρεμα]], η υποβρύχια [[έρευνα]] και η [[κατάδυση]] σε μεγάλο [[βάθος]]<br />δ) «υποβρύχια [[καταστροφή]]» — [[καταστροφή]] εχθρικού στόχου [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή [[καταστροφή]] του βυθού ή της θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από [[φυσικά]] αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.<br />ε) «υποβρύχια [[άμυνα]]»<br />(ναυτ.-στρ.) το [[σύνολο]] τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την [[άμυνα]] μιας χώρας ή μιας περιοχής<br />στ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»<br /><b>στρ.</b> ομάδες [[κατάλληλα]] εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε [[σημεία]] που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[βάθος]], ο [[βαθύς]] («[[υποβρύχιος]] [[βυσσός]]», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[σημεία]] και όργανα του σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά [[κάτω]] από το [[δέρμα]] (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.<br />β. «ὀφθαλμῶν [[ὑποβρύχιος]] [[πόνος]]» — [[πόνος]] εντοπισμένος στο [[βάθος]] του ματιού, Αρετ.)<br /><b>3.</b> (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει [[σιγά]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> σκεπασμένος, καλυμμένος («[[ὑποβρύχιος]] ὑπὸ τοῡ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποβρύχιος]] [[πυρετός]]» — [[κρυφός]] [[πυρετός]], [[πυρετός]] που ανεβαίνει [[σιγά]] [[σιγά]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποβρυχίως</i> / <i>ὑποβρυχίως</i> ΝΜΑ, και <i>υποβρύχια</i> Ν<br />[[κάτω]] σπό την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί [[πάντα]] υποβρυχίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρύχιος]]. | ||
}} | }} |