Anonymous

παλτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς.
|mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς.
}}
}}
{{lsm
{{lsm