Anonymous

ζύγιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]].
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm