Anonymous

αδύνατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδύνατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει [[δύναμη]], [[αδύναμος]], εξαντλημένος, [[ανίσχυρος]], [[άτονος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) που δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[δύσκολος]], [[ακατόρθωτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) που δεν έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] ή [[επιβολή]] στους άλλους, [[αδύναμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει [[ικανότητα]] ή [[επιτηδειότητα]] για [[κάτι]], αυτός που αδυνατεί να κάνει [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως απρόσ. έκφρ.) <i>αδύνατο</i>(<i>ν</i>) [<b>(ενν.)</b> [[είναι]] ή εστί]<br />[[είναι]] ακατόρθωτο, απραγματοποίητο ή δύσκολο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για έμψυχα) που δεν έχει μεγάλο [[βάρος]], [[άπαχος]], [[αχαμνός]], [[ισχνός]]<br /><b>2.</b> που δεν έχει [[μεγάλη]] [[αντοχή]], ο μη [[ανθεκτικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] τα αδύνατα [[δυνατά]]», [[καταβάλλω]] υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> που δεν έχει [[καμιά]] [[δύναμη]] ή [[χρησιμότητα]], [[άχρηστος]], κατεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἀδύνατος]]<br />[[άνθρωπος]] [[ανίκανος]] να υπηρετήσει ως [[στρατιώτης]] λόγω ασθενείας, αναπηρίας ή φτώχειας<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀδύνατοι</i><br />στο αθηναϊκό [[δίκαιο]], όσοι κρίνονταν ανίκανοι λόγω σωματικής αναπηρίας να κερδίσουν τα [[προς]] το ζην και έπαιρναν από την [[πολιτεία]] χρηματικό [[βοήθημα]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>αδύνατοι</i>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀδύνατον</i> [[έλλειψη]] δυνάμεως, [[αδυναμία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἀδύνατα</i><br />αδυναμίες, ελλείψεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[αδύνατος]] χρήμασι», [[φτωχός]]<br />«ἀδυνάτως ἔχω», α) [[είμαι]] [[αδύναμος]], [[ανίκανος]]<br />β) [[είμαι]] [[αδιάθετος]], [[άρρωστος]]<br />«ἀδυνάτως ἔχει», [[είναι]] αδύνατον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δυνατός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδυνατῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδυνασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυνατεύω]], [[αδυνατία]], [[αδυνατότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αδυνατίζω]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδύνατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει [[δύναμη]], [[αδύναμος]], εξαντλημένος, [[ανίσχυρος]], [[άτονος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) που δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[δύσκολος]], [[ακατόρθωτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) που δεν έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] ή [[επιβολή]] στους άλλους, [[αδύναμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει [[ικανότητα]] ή [[επιτηδειότητα]] για [[κάτι]], αυτός που αδυνατεί να κάνει [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως απρόσ. έκφρ.) <i>αδύνατο</i>(<i>ν</i>) [<b>(ενν.)</b> [[είναι]] ή εστί]<br />[[είναι]] ακατόρθωτο, απραγματοποίητο ή δύσκολο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για έμψυχα) που δεν έχει μεγάλο [[βάρος]], [[άπαχος]], [[αχαμνός]], [[ισχνός]]<br /><b>2.</b> που δεν έχει [[μεγάλη]] [[αντοχή]], ο μη [[ανθεκτικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] τα αδύνατα [[δυνατά]]», [[καταβάλλω]] υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> που δεν έχει [[καμιά]] [[δύναμη]] ή [[χρησιμότητα]], [[άχρηστος]], κατεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀδύνατος]]<br />[[άνθρωπος]] [[ανίκανος]] να υπηρετήσει ως [[στρατιώτης]] λόγω ασθενείας, αναπηρίας ή φτώχειας<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀδύνατοι</i><br />στο αθηναϊκό [[δίκαιο]], όσοι κρίνονταν ανίκανοι λόγω σωματικής αναπηρίας να κερδίσουν τα [[προς]] το ζην και έπαιρναν από την [[πολιτεία]] χρηματικό [[βοήθημα]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>αδύνατοι</i>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀδύνατον</i> [[έλλειψη]] δυνάμεως, [[αδυναμία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἀδύνατα</i><br />αδυναμίες, ελλείψεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[αδύνατος]] χρήμασι», [[φτωχός]]<br />«ἀδυνάτως ἔχω», α) [[είμαι]] [[αδύναμος]], [[ανίκανος]]<br />β) [[είμαι]] [[αδιάθετος]], [[άρρωστος]]<br />«ἀδυνάτως ἔχει», [[είναι]] αδύνατον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δυνατός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδυνατῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδυνασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυνατεύω]], [[αδυνατία]], [[αδυνατότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αδυνατίζω]]].
}}
}}