Anonymous

τυραννικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τυραννικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τύραννος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό [[πολίτευμα]]» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική [[διοίκηση]]» β. «τυραννικὸν [[ἐπίταγμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απολυταρχικός]], [[δεσποτικός]] (α. «τυραννική [[συμπεριφορά]]» β. «[[ἄδικος]] μὲν ἀνὴρ και [[τυραννικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπιεστικός]], [[βασανιστικός]] (α. «τυραννική [[αρρώστια]]» β. «πολέμων ἁπάντων ὁ τυραννικώτατος», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τυραννικός]]<br />α) [[οπαδός]] τυραννίδας<br />β) αυτός που πρόσκειται στους τυράννους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τυραννικά</i><br />οι χρόνοι της διακυβέρνησης τυράννου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυραννικώς</i> / <i>τυραννικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τυραννικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο τυραννικό, δεσποτικά, απολυταρχικά, καταπιεστικά (α. «φέρεται τυραννικά» β. «ἢν βασιλικῶς ἀλλα μὴ τυραννικῶς αὐτῶν ἐπιστατῇς», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> βασανιστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[τυραννικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τύραννος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό [[πολίτευμα]]» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική [[διοίκηση]]» β. «τυραννικὸν [[ἐπίταγμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απολυταρχικός]], [[δεσποτικός]] (α. «τυραννική [[συμπεριφορά]]» β. «[[ἄδικος]] μὲν ἀνὴρ και [[τυραννικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπιεστικός]], [[βασανιστικός]] (α. «τυραννική [[αρρώστια]]» β. «πολέμων ἁπάντων ὁ τυραννικώτατος», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τυραννικός]]<br />α) [[οπαδός]] τυραννίδας<br />β) αυτός που πρόσκειται στους τυράννους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τυραννικά</i><br />οι χρόνοι της διακυβέρνησης τυράννου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυραννικώς</i> / <i>τυραννικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τυραννικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο τυραννικό, δεσποτικά, απολυταρχικά, καταπιεστικά (α. «φέρεται τυραννικά» β. «ἢν βασιλικῶς ἀλλα μὴ τυραννικῶς αὐτῶν ἐπιστατῇς», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> βασανιστικά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm